Αν για έναν συγγραφέα η φυσιογνωμική τέχνη ή, τέλος πάντων, η παρουσία, έχει να αποκαλύψει για τον χαρακτήρα του το παραμικρό, τότε στην περίπτωση του Τζόναθαν Φράνζεν η προ ημερών εμφάνισή του μάλλον ικανοποιητικό παράδειγμα συνιστά. Ενώπιον ενός κοινού προερχόμενου μάλλον από τα προάστια, γεμάτου αγωνία αρκετή για να στρέφει το κεφάλι προς μια διαρκώς κενή είσοδο, ο άνθρωπός μας μπήκε στην αίθουσα της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης καταχειροκροτούμενος, καθησυχάζοντας τον γενικό ενθουσιασμό με ένα γελαστό σήκωμα των ώμων. Η κορμοστασιά του ήταν και από κοντά σίγουρη, τα μαλλιά του ποιητικώς ανάκατα όπως και στα περιοδικά και το ντύσιμό του μια κλασική για αμερικανό συγγραφέα επιλογή. Το αξεσουάρ που έκανε τη διαφορά, όπως το τσαντάκι μιας ντίβας ή η μάσκα ενός υπερήρωα, ήταν φυσικά ένα κλασικό ζευγάρι μαύρα κοκάλινα γυαλιά.

Ακόμα και οι πιο παλιές, μαθητικές φωτογραφίες του, με κάτι τέτοια γυαλιά τον απεικονίζουν. Τα φορούσε από τότε που μεγάλωνε σε ένα προάστιο του Σεντ Λούις, στις αφόρητα ήσυχες καθώς λέγεται μεσοδυτικές πολιτείες, εντός ενός οικογενειακού περιβάλλοντος, που δεν προσέφερε και καμιά συνταρακτικά δυσάρεστη εμπειρία. Οι γονείς του, εκτός από μηχανικός και νοικοκυρά, ήταν δύο πραγματιστές που δεν απέδιδαν μεγάλη αξία στις τέχνες. Ειδικά ο πατέρας, κυρίαρχος και φιλομαθής, κάτι σχετικό θα έβρισκε να διαβάζει κάθε βράδυ στον μικρό. Για τον εαυτό του κρατούσε το «ΤΙΜΕ» και όταν ο γιος μεγάλωσε κάπως, μαζί του συζητούσε τα πρόσωπα στο εξώφυλλο, τα σημαντικά γεγονότα της χώρας ή του πλανήτη. Είχε αντιληφθεί ότι ο κανακάρης του ήταν έξυπνος. «Είσαι πιο έξυπνος», του θύμιζε τακτικά, «από τους περισσότερους ανθρώπους».

Δεν είναι πολύ παράξενο που οι αναγνωστικές επιλογές του νεαρού Τζόναθαν περιλάμβαναν ιστορίες μυστηρίου ή επιστημονική φαντασία. Ούτε που μπήκε στο κολέγιο με την προοπτική ενός πτυχίου Φυσικής. Εστω και εκείνο το ένα σεμινάριο όμως στην αγγλική λογοτεχνία ήταν αρκετό για να τον ταρακουνήσει. Μαζί με μια αίσθηση μετεφηβικής ματαίωσης, αποφάσισε να στραφεί στη γερμανική φιλολογία, που σήμαινε και ταξίδια στην Ευρώπη. Εκεί, εκτός ίσως από οποιαδήποτε άλλη, ο Φράνζεν έπεσε και στην αγκαλιά του Κάφκα, του Ρίλκε, του Κράους. Σύντομα, σχεδόν οργιζόταν που δεν υπήρχε μια τελεσίδικη ερμηνεία της «Δίκης». Πίστευε τον Νίτσε όταν έλεγε ότι «κάθε τι βαθύ αγαπάει τις μάσκες». Και όσο για τον Ρίλκε, έλεγε στην εκδήλωση της Ελληνοαμερικανικής, η αποκάλυψη που του επεφύλασσε για τους ανθρώπους ήταν τέτοια ώστε, όταν κάποια Χριστούγεννα γύρισε σπίτι ακούγοντας τους δικούς του να μιλούν, πρόσεχε αυτά που λέγονταν πίσω από τις λέξεις. «Πήγαινα στο δωμάτιό μου και σημείωνα αυτά που εγώ άκουγα να λένε. Ηταν η εβδομάδα που έγινα συγγραφέας».

Οταν έγραφε το πρώτο του βιβλίο, την «Εικοστή έβδομη πολιτεία», ο Τζόναθαν Φράνζεν, ήταν κατά δήλωσή του ένα κοκαλιάρικο, φοβισμένο παιδί που προσπαθούσε να γράψει ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Η μάσκα που αποφάσισε να φορέσει προκειμένου να πραγματοποιήσει την ξεκάθαρη πια φιλοδοξία του ήταν εκείνη τού «σίγουρου για τον εαυτό του ομιλητή, του εξαιρετικά έξυπνου και τρομερά καλλιεργημένου μεσήλικου συγγραφέα». Το αποτέλεσμα ήταν ένα μυθιστόρημα για μια εκτεταμένη πολιτική συνωμοσία με ήρωα έναν τύπο που στο μυαλό του δημιουργού τουλάχιστον θύμιζε τον Γιόζεφ Κ. της «Δίκης». Με τη σειρά τους, οι «Κραδασμοί» που ακολούθησαν είχαν σαν πρωταγωνίστρια μια οικογένεια, η ζωή της οποίας διαταρασσόταν από μια ακολουθία σεισμών. Επικεντρώνονταν και τα δύο σε αντιθετικά συστήματα: το μεν σε εκείνα της πόλης και της περιφέρειας, το δε στην επιστήμη και τη θρησκεία. Οι κριτικοί έμειναν αρκετά ικανοποιημένοι. Το κοινό, όμως, δεν αγόρασε αρκετά αντίτυπα.

Μπανάλ ιδέα

Τι συμπέρανε ο Φράνζεν; Οτι η ιδέα που είχε για το λεγόμενο «κοινωνικό μυθιστόρημα» ήταν μπανάλ. Οτι αντί να γράφει για δομές που επηρεάζουν χαρακτήρες, καλό θα ήταν να γράψει κατευθείαν γι’ αυτούς. «Ανακάλυψα ότι μπορούσα να μιλήσω καλύτερα για κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα οικογενειακό δείπνο παρά για την αύξηση του πληθυσμού των φυλακών των ΗΠΑ» έλεγε σχετικά. Αυτής της συνειδητοποίησης το προϊόν δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο δημοφιλές: οι περίφημες «Διορθώσεις», άξιες για το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου της χώρας του το 2001, ήταν μια οργισμένη κωμωδία που παρακολουθούσε την παρακμή της οικογένειας Λάμπερτ. Η «Ελευθερία» μιλούσε για τους επιφανειακά χαρούμενους και σχεδόν υπνοβάτες συναισθηματικά Μπέργκλουντ. Αντίθετα επίσης με την κάποτε επιδεικτικά σπινθηροβόλα πρόζα του, ο Φράνζεν έγραφε πλέον χωρίς τέτοια διάθεση. «Για μένα, το να κάνω κάτι νέο», θα δήλωνε σύντομα, «δεν σημαίνει να αναπτύξω μια μυθιστορηματική φόρμα που ο πλανήτης δεν έχει ξαναδεί. Σημαίνει να συμφιλιωθώ σαν άτομο και σαν πολίτης με όσα συμβαίνουν στον κόσμο, με διεξοδικό και συνεκτικό τρόπο».

Αυτή τη φορά, τα αντίτυπα πουλούσαν σαν ζεστά ψωμάκια. Οχι ότι είχε μειώσει τα στάνταρ του. Αντίθετα όμως από τα λογοτεχνικά του είδωλα, τον Ντελίλο με τη μοναδική ευρύτητα πεδίου, τον Πίντσον με τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις ή τον προσωπικό του φίλο Γουάλας με τις καθοδικές ψυχαναλυτικές του σπείρες, τούτος εδώ, παρατηρώντας τους απλούς αναγνώστες που έσπευδαν στις παρουσιάσεις βιβλίων όπως κι εκείνος έσπευδε κάποτε σε ομιλίες του αγαπημένου του Γουίλιαμ Γκάντις, είχε αντιληφθεί ότι πρέπει να λαμβάνει έντονα υπόψη του και τους αγοραστές. Να βλέπει σε αυτούς όχι θεατές, αλλά φίλους. Ούτε η πολιτική χροιά του είχε εξαφανιστεί. Ειδικά η «Ελευθερία», μόνο ασχολίαστη δεν άφηνε την έννοια όπως τη διαπραγματευτόταν η διακυβέρνηση Μπους. Οι ενεργειακές εταιρείες μπορούσαν στο όνομά της να δηλητηριάζουν ωκεανούς, οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, ρισκάροντας την ψυχολογική κατάρρευσή τους, να πάρουν διαζύγιο. Ο πιο ελεύθερος από όλους στο κάτω κάτω ήταν ο άνθρωπος που δεν είχε κανέναν περιορισμό.

Αποψη για τα πάντα

Πόσο γνωστά όμως και πόσο φανερά για έναν συγγραφέα γίνονταν σιγά σιγά όλα αυτά. Ο άνθρωπός μας έφτασε να δίνει αρκετές συνεντεύξεις την ημέρα, ενώ ένας τουλάχιστον θεωρητικός της λογοτεχνίας θα παρατηρούσε ότι το εξώφυλλο στο «ΤΙΜΕ», το ίδιο που διάβαζε παλιά ο πατέρας του συγγραφέα, δεν ήταν δα και καμιά λογοτεχνική αναγνώριση. Τη στιγμή δε που ο Φράνζεν σχολίαζε δικαίως τα social media και το Ιντερνετ σαν παράγοντες υπεύθυνους για μια ακόμα πιο πιεστική κατασκευή του εαυτού ή σαν μέσα ευνοϊκά για το ρηχό και το εφήμερο, ο ίδιος δεν έχανε ευκαιρία να εκφέρει άποψη σχεδόν για τα πάντα. Οι ειλικρινείς οικολογικές του ευαισθησίες, το ενδιαφέρον του για τα πουλιά, μόνο άγνωστα δεν θα ήταν σε όποιον παρακολουθούσε τις εκπομπές της Οπρα Γουίνφρεϊ. Το κοινό από τη μεριά του δεν ήταν πλέον μόνο φιλικά διακείμενο, με συνηθέστερη κατηγορία τη ροπή προς τη δημοσιότητα. «Απλώς μου αρέσει να με προσέχουν» αναφωνούσε ο συγγραφέας σε παλιότερη συνέντευξή του, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι η τάση αυτή εξισορροπείται από μια ανάγκη για μοναξιά. Ποια από τις δύο επικρατεί σήμερα; Ισως να πρόκειται για μείγμα: σε εκείνη ας πούμε την εκδήλωση στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, οι απαντήσεις του ήταν κατά κανόνα προσεκτικές και σοβαρές. Φανερή μέριμνά του ωστόσο, σε μια εποχή που η εικόνα και η διατήρησή της παίζουν κάτι παραπάνω από σημαντικό ρόλο, ήταν να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε και μια χιουμοριστική χροιά. Ενα εξίσου προσεκτικό και πετυχημένο αστείο.

Λογοτεχνικά γούστα

«Το έργο ενός μυθιστοριογράφουείναι καθρέφτης του χαρακτήρα του»

Το αν όλα αυτά είναι αντιφατικά ή κατανοητά από τη σκοπιά μιας βιομηχανίας που και αυτή επαγγελματίες απαιτεί ίσως απαντιέται εν μέρει από τον αγαπημένο του Φράνζεν Γουίλιαμ Γκάντις: Η πρώτη κιόλας πρόταση του «Recognitions» κάνει λόγο για εκείνες τις μεταμφιέσεις όπου οι μάσκες πέφτουν τη στιγμή που έχουν αρχίσει να περνιούνται για πραγματικότητα. Ισως πάλι ένα σχόλιο για τη σχέση του με τους αναγνώστες, όχι απαραίτητα επεξηγηματικό, να έδινε άθελά του ο ίδιος ο συγγραφέας σε άρθρο του στο «New Yorker». «Οσο περισσότερο μεγαλώνω» έγραφε το 2012, «τόσο περισσότερο πείθομαι ότι το έργο ενός μυθιστοριογράφου είναι καθρέφτης του χαρακτήρα του. Θα μπορούσε να είναι ελάττωμα το γεγονός ότι τα λογοτεχνικά μου γούστα είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένα με τη θέση μου απέναντι στον συγγραφέα – το γεγονός δηλαδή ότι επιμένω να μην αντέχω τον επιδειξία νεαρό Στάινμπεκ που έγραψε το “Τορτίγια Φλατ”, ενώ λατρεύω τον ύστερο Στάινμπεκ που πολέμησε την προσωπική και επαγγελματική εντροπία και έγραψε το “Ανατολικά της Εδέμ” κάνοντας έναν ηθικό διαχωρισμό ανάμεσά τους – αλλά υποψιάζομαι ότι η συμπάθεια, ή η απουσία της, εμπλέκεται στις λογοτεχνικές κρίσεις κάθε αναγνώστη. Χωρίς αυτήν, είτε απευθύνεται στον συγγραφέα είτε στους χαρακτήρες του, ένα έργο θα δυσκολευτεί πολύ να βρει την αξία του».

Jonathan Franzen

Κραδασμοί

Μτφ: Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης,

Εκδ: Ψυχογιός,2014, Σελ: 640,Τιμή: 19 ευρώ

Jonathan Franzen

Ελευθερία

Μτφ: Ρένα Χατχούτ, Εκδ: Ωκεανίδα,

2011, Σελ. 786,Τιμή: 24 ευρώ

Jonathan Franzen

Οι διορθώσεις

Μτφ: Αλέξης Εμμανουήλ, Εκδ: Ωκεανίδα, 2002,

Σελ: 764,Τιμή: 25 ευρώ