Τη δεκαετία του ’60 όλα πήγαιναν στραβά στην οικονομία της Τσεχοσλοβακίας, καθώς ο κεντρικός σχεδιασμός της καθοδηγούμενης από το Κομμουνιστικό Κόμμα κυβέρνησης είχε αγγίξει τα όριά του. Το 1967 οι ίδιοι οι τεχνοκράτες του Κόμματος αναζήτησαν λύσεις και κατέθεσαν την πλατφόρμα του Οτα Σικ: εγκατάλειψη του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, απελευθέρωση των επιχειρήσεων από τον κρατικό έλεγχο, πάταξη της γραφειοκρατίας. Οι επαναστατικές αυτές μεταρρυθμίσεις συναντήθηκαν ως αιτήματα με ένα βαθύ ρεύμα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας που απαιτούσε πολύ πιο προωθημένες λύσεις σε όλους τους τομείς.

Υστερα από έντονη διαπάλη επήλθε αλλαγή στα ηγετικά κλιμάκια του Κόμματος και ανέλαβε ο Α. Ντούμπτσεκ, ο οποίος στο πρόγραμμα δράσης του Απριλίου ’68 πρόσθεσε στους οικονομικούς στόχους την κατοχύρωση της ελευθερίας γνώμης και της διακίνησης πληροφοριών, την επανεξέταση του σταλινικού παρελθόντος και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του ΚΚ στην κοινωνία. Η προσπάθεια για έναν «Σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» είχε κορυφωθεί, αλλά τερματίστηκε βίαια με την εισβολή των στρατευμάτων πέντε χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1968. Ο απόηχός της αφύπνισε τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης και οδήγησε στη συγκρότηση του ρεύματος του Ευρωκομμουνισμού, που μνημόνευε τους ίδιους στόχους, αλλά δεν μπορούσε να πείσει ότι ένα άλλο, διαφορετικό από το σοβιετικό, πάντα όμως κομμουνιστικό, μοντέλο μπορούσε να υπάρξει.

Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, τα ίδια αιτήματα κλόνισαν το κέντρο του κομμουνιστικού κόσμου, την Σοβιετική Ενωση και μέσα σε λίγους μήνες το Τείχος του Αίσχους, που χώριζε την Ευρώπη στα δύο δεν ήταν παρά μια ανάμνηση. Τα καθεστώτα του Σοσιαλισμού με το Απάνθρωπο Πρόσωπο κατέρρευσαν μην έχοντας καμιά λαϊκή νομιμοποίηση και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Θα είχε όμως ενδιαφέρον να μη μείνουμε σε ένα απλό μάθημα Ιστορίας, γιατί τα τρία τελευταία χρόνια ζήσαμε στην Ελλάδα μια κυβέρνηση, που μιλώντας στο όνομα της Αριστεράς υποσχέθηκε τα πάντα σε όλους, αλλά κυρίως υποσχέθηκε αλλαγή τρόπου πολιτικής. Ζήσαμε την αποτυχία των καλοπροαίρετων μεν, αλλά βαθιά ουτοπικών, καθώς λίγη σχέση είχαν με τις πραγματικές δυνατότητές της, υποσχέσεών της και την τεράστια έλλειψη εμπειρίας για το πώς λειτουργούν τα πράγματα σε κυβερνητικό ή διοικητικό επίπεδο. Είδαμε επανειλημμένες προσπάθειες προσεταιρισμού των παλιών κέντρων ισχύος, είτε προς έλεγχο της Δικαιοσύνης μέσω δεξιών προθύμων είτε για τον έλεγχο των Μέσων. Κυρίως όμως ακούσαμε ως κυρίαρχο έναν βαθιά διχαστικό, ξύλινο, αναίτια εμφυλιοπολεμικό και αφόρητα προπαγανδιστικό λόγο, που στηριζόταν στο αυθαιρέτως, δήθεν δικαιωματικά, κληρονομημένο ηθικό πλεονέκτημα που είχαν χτίσει οι γενιές της Αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων του ’60. Μέσα σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον των διαδοχικών διαψεύσεων, όλο και πιο βροντωδώς εμφανίζεται ένας εξίσου διχαστικός λόγος, που πηγάζει από σκληρά δεξιά στελέχη, αλλά όχι μόνο, και διακηρύσσει «Αυτή είναι η Αριστερά, αυτή ήταν πάντα και δεν έχει θέση στο δημοκρατικό παιχνίδι».

Ο διχαστικός αυτός λόγος δεν είναι νέος, δεν εμφανίστηκε ως δικαιολογημένη αντίδραση στις ακρότητες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πηγάζει από πολύ παλιά και βρισκόταν στο περιθώριο της πολιτικής διαμάχης για δεκαετίες. Και είναι εξίσου αναποτελεσματικός καθώς, σε πλήρη αρμονία με τους ακραίους της κυβερνητικής παράταξης, διαβάζει τον κόσμο με δύο μόνο χρώματα και αδυνατεί όχι μόνο να αναγνωρίσει διαφοροποιήσεις, αλλά, κυρίως, να τις εκμεταλλευτεί διεκδικώντας ηγεμονικά ευρύτερες συσπειρώσεις. Μας ζητάει τελικά να αποδεχτούμε κάτι παράδοξο: πως η δεξιά παράταξη μπορεί να χωράει και τον Αδωνι και τον Χατζηδάκη, και τον Μητσοτάκη και τον Σαμαρά, και αυτούς που στήριξαν τον νόμο Διαμαντοπούλου και αυτούς που τον γκρέμισαν, και αυτούς που πάνε στα συλλαλητήρια του Φραγκούλη και αυτούς που επιβάλλουν σε αντίστοιχα συλλαλητήρια άλλον λόγο. Και το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ταυτίζεται και με το πελατειακό σύστημα με κορυφαίο τον Α. Τσοχατζόπουλο, αλλά και με τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 40 χρόνων που όλες έχουν τη σφραγίδα του. Η Αριστερά όμως, για κάποιον ανομολόγητο λόγο, δεν γίνεται να έχει πολλές μορφές και εκφράσεις. Επειδή λοιπόν δεν βλέπω ως μονόδρομο την επιστροφή σε ένα δοκιμασμένο και εν πολλοίς αποτυχημένο πολιτικό σύστημα, που δεν έχει καν τολμήσει να κάνει την αυτοκριτική του για το πώς έγινε και έφερε τη χώρα στη χειρότερη οικονομική κρίση που έχει περάσει χώρα του δυτικού κόσμου, και επίσης πιστεύω στην πολυμορφία και της Αριστεράς, αναζητώ τρόπους διάρρηξης του κυρίαρχου λόγου της. Μπορεί αυτό να γίνει προς την κατεύθυνση μιας σοσιαλδημοκρατίας που αργά κατάλαβε πως η διαχείριση της οικονομίας χωρίς προστασία των ασθενέστερων και όραμα δεν οδηγεί παρά στην κατακρήμνιση; Μπορεί ναι, μπορεί και να είναι αδύνατο.

Ομως η Ανοιξη της Πράγας μάς έδειξε πως τους ορίζοντες δεν μας τους περιορίζει ούτε ο φόβος του πολιτικού κόστους ούτε η πιθανότητα αποτυχίας. Εκείνους τους λίγους μήνες στην Τσεχοσλοβακία έγινε το απίστευτο: ένα κομμουνιστικό κόμμα οδήγησε τον αγώνα για ανατροπή των θεμελίων του απολυταρχικού κομμουνιστικού καθεστώτος, δηλαδή της κρατικής οικονομίας και του μονοκομματικού κράτους υποσχόμενο μεικτή οικονομία και πολυκομματισμό. Ηταν αναπόφευκτη η εισβολή των Σοβιετικών; Οπως απέδειξε η Ιστορία, ναι. Ηταν αφελείς οι Τσέχοι και δεν το έβλεπαν; Σίγουρα όχι, αλλά πάλεψαν ώς το τέλος να το αποτρέψουν, γιατί η εναλλακτική λύση, το δοκιμασμένο παρελθόν, ήταν ανυπόφορη.

Και επειδή τις απόψεις μας τις διαμορφώνουν καθοριστικά τα βιώματά μας, μου είναι και προσωπικά απεχθές να ακούω κάποιους με κάθε ευκαιρία να δηλώνουν «ε, μα αυτή είναι η Αριστερά». Δεν φταίω εγώ για τον διχρωματισμό στην πολιτική τους ανάλυση, εγώ και πολλοί άλλοι είχαμε την ευκαιρία να κάτσουμε στο τραπέζι μιας Αριστεράς που ήταν βαθιά δημοκρατική και ταυτόχρονα αιρετική, χωρίς δόγματα και την ασφάλεια που πηγάζει από αυτά. Με ανθρώπους που πάσχιζαν να ανοίξουν δρόμους για το μέλλον, την ώρα που οι πολλοί ακολουθούσαν με λατρεία τον δρόμο των υποσχέσεων. Και μιας Αριστεράς που μέσα από τις φυλακές της δικτατορίας είχε την τόλμη να στηρίξει την Ανοιξη του Ντούμπτσεκ, κόβοντας εκείνη τη στιγμή τον ομφάλιο λώρο μιας ολόκληρης ζωής με τη Σοβιετική Ενωση. Για αυτό μόνο πολυχρωματικά μπορώ να βλέπω την πραγματικότητα και ο κόσμος που βλέπω έχει τεράστιο ενδιαφέρον, δυσκολίες, αλλά και μοναδικές λύσεις για πολλά από τα αδιέξοδά μας.

Ο Μίλτος Κύρκος είναι ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι