Ενας κόσμος στη σκιά της «μονιμοκρίσης»
Ο άγγλος ιστορικός της Οικονομίας υποβάλλει σε κριτική τα γερμανικά «κωλύματα» στην αντιμετώπιση της κρίσης της ευρωζώνης και περιγράφει την απειλή για το μέλλον της Δύσης από την ανάπτυξη του κινεζικού οικονομικού μοντέλου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αυτό το βιβλίο είναι διαχρονικά επίκαιρο. Σήμερα όμως είναι διπλά επίκαιρο. Δυο αμερικανικές τράπεζες η Silicon Valley Bank, η Signature Bank και η ελβετική Credit Suisse χρεοκόπησαν. Μόνο που όπως όλα δείχνουν τα παθήματα του 2008, έγιναν μαθήματα για το 2023. Αυτά τα παθήματα και μαθήματα περιγράφει εδώ ο Ανταμ Τουζ. Ηταν 15 Σεπτεμβρίου του 2008 όταν ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός φάνηκε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του λόγω της κατάρρευσης της Lehman Brothers.
Η κατάρρευση αυτή όμως ούτε κεραυνός εν αιθρία ήταν, ούτε αναπόφευκτη, ούτε μόνο αμερικανική υπόθεση. Ηταν αποτέλεσμα της παγκόσμιας ανεξέλεγκτης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα και συνεχίστηκε με άλλη μορφή, αλλά το ίδιο περιεχόμενο και διαφορετική βεβαίως αντιμετώπιση με όλες τις άλλες κρίσεις που ακολούθησαν και τις οποίες περιγράφει με απίστευτη ακρίβεια και επιστημονική τελειότητα ο συγγραφέας. Ο Ανταμ Τουζ, πολύ γνωστός άγγλος ιστορικός της Οικονομίας, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στο ίδιο Πανεπιστήμιο, υποβάλλει επίσης σε αδυσώπητη κριτική τα γερμανικά «κωλύματα» στην αντιμετώπιση της κρίσης της ευρωζώνης, από θέσεις ενός προοδευτικού ιστορικού, με ανησυχίες για τις ανισότητες και το μέλλον των μεσαίων και των αδύναμων στρωμάτων και με εκτενέστατη αναφορά στην ελληνική κρίση. Για να περάσει μετά στις κρίσεις στον υπόλοιπο κόσμο, το Brexit, την εκλογή Τραμπ έως την απειλή για το μέλλον της Δύσης από την ανάπτυξη του κινεζικού οικονομικού μοντέλου. Εχουμε εδώ να κάνουμε με μια καταπληκτική στην επιστημονική της πληρότητα μελέτη, παρά τις όποιες μικρές διαφωνίες μπορεί να αντιτάξει κανείς όσον αφορά κάποιες θέσεις του για την ελληνική κρίση.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η 16η Σεπτεμβρίου 2008, η επόμενη μέρα της κατάρρευσης της Lehman Brothers, ήταν η μέρα που πάγωσαν οι παγκόσμιες χρηματαγορές. Ηταν όμως και η μέρα της πραγματικής κατάρρευσης της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», του δόγματος δηλαδή δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας, στο οποίο υπόκειτο μεγάλο μέρος του αναπτυγμένου αλλά και του αναδυόμενου κόσμου. Η κρίση της ευρωζώνης του 2009-2013 που ακολούθησε αποτελεί άμεση συνέπεια της αμερικανικής κρίσης και όχι αυτόνομη διαδικασία, όπως αρχικά θεωρήθηκε. Αμέσως μετά την κρίση ακολούθησε ένα Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων του Δημοσίου της Fed, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση των υπόλοιπων τραπεζών, αλλά από την άλλη κατέδειξε πως οι λογικές της ανεξέλεγκτης δράσης της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας ήταν καταστροφικές. Οταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, η ανεξέλεγκτη χρηματοπιστωτική αγορά παραχώρησε τη θέση της στην κρατική χρηματοδότηση τραπεζών και υγιούς οικονομίας.
Η καταιγίδα ερχόταν από καιρό, αν και όχι από πολύ μακριά. Τα πρώτα σύννεφα μαζεύτηκαν τη δεκαετία του 1980 και συγκεκριμένα λίγο πριν από τη λήξη της δεκαετίας του 1970, όταν στις 6 Οκτωβρίου 1979 ο πρόεδρος της Fed ανακοίνωσε μια πολιτική αύξησης των επιτοκίων και εκτύπωσης χρήματος και πύκνωσαν με τον Νόμο περί Εκσυγχρονισμού των Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Financial Services Modernization Act - 1999), σύμφωνα με τον οποίο καταργηθήκαν και οι τελευταίοι περιορισμοί στην ανάμειξη εμπορικής και επενδυτικής τραπεζικής δραστηριότητας. Το 2006, με τα σύννεφα να μαυρίζουν, ήδη κατατέθηκε το Σχέδιο Χάμιλτον, το οποίο είχε εισηγηθεί ο Ρόμπερτ Ρούμπιν, εξέχων οικονομολόγος των Δημοκρατικών, αλλά και της Γουόλ Στριτ, πρώτος επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου που είχε ιδρύσει ο Μπιλ Κλίντον. Αυτό προέβλεπε μείωση του ομοσπονδιακού ελλείμματος, συμπίεση της εγχώριας ζήτησης, περιορισμό της εισαγωγής κινεζικών προϊόντων και κινεζικού χρήματος και κανένα μέτρο για τον έλεγχο των χρηματοπιστωτικών κινήσεων.
Αυτά, σε συνδυασμό με τις μεγάλες φοροαπαλλαγές του μεγάλου πλούτου που εφάρμοζε την ίδια περίοδο η κυβέρνηση Μπους, είχαν ανοίξει το αμερικανικό δημόσιο χρέος, στο οποίο «επένδυε» με τη μορφή αγοράς αμερικανικών ομολόγων η Κίνα. Ετσι υπήρχε ο φόβος πως κάποια στιγμή η Κίνα θα μπορούσε να εκβιάζει τις ΗΠΑ και το δολάριο. Ολα αυτά ακολουθούνταν από την έκθεση των μεγάλων αμερικανικών και πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών στα ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας απειλώντας τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας αλλά και του κόσμου ολόκληρου.
Τα μέτρα που πρότεινε αυτό το Σχέδιο ήταν ανεπαρκή για να αποτρέψουν την κρίση. Γιατί η διάγνωση ήταν λανθασμένη. Η κρίση που ερχόταν δεν ήταν κρίση χρέους και δαπανών αλλά του ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ο οποίος πουλούσε διαρκώς δάνεια που ήταν εμφανές πως δεν θα μπορούσαν να αποπληρωθούν. Αλλά όσο γινόταν αυτό τόσο αυξάνονταν τα κέρδη του. Το σχέδιο Χάμιλτον εστιάζοντας στα ελλείμματα, εστίαζε στη «λάθος κρίση». «Εκείνο που δεν τους περνούσε από τον νου να αμφισβητήσουν ήταν η στοιχειώδης λειτουργία της αμερικανικής οικονομίας, των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών αγορών της» (σ. 43). Να αμφισβητήσουν δηλαδή τη μετάβαση από την κύρια βάση του αμερικανικού συστήματος ενυπόθηκου δανεισμού που ήταν οι λεγόμενοι οργανισμοί παροχής πιστώσεων υπό κρατική εγγύηση (Fannie Mae και Freddie Mac) στον αδηφάγο ιδιωτικό τομέα. Αυτοί οι δυο κρατικοί οργανισμοί παρείχαν έως τις αρχές του 2000 στήριξη στο 50% της συνολικής εθνικής αγοράς ενυπόθηκων δανείων. Αλλά ακόμη από τη δεκαετία του 1980 οι λεγόμενοι «οργανισμοί παροχής πιστώσεων υπό κρατική εγγύηση» (GSE) στρέφονταν στην αγορά προκειμένου να ανακτήσουν την όποια αξία θα τους έφερνε η τιτλοποίηση, τα περιβόητα subprime, οι συμφωνίες επαναγοράς αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων (repo), ενώ είχε ήδη γίνει καθαρό πως πολλοί από τους ιδιοκτήτες κατοικιών ήταν από μειονοτικές οικογένειες, οι οποίες δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Την ίδια στιγμή οι οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούσαν όλους με ΑΑΑ. Τα τοξικά αυτά δάνεια ήταν προϊόντα ενός συστήματος ενυπόθηκης χρηματοδότησης, κύριος μοχλός του οποίου μετά το 2000 έγιναν οι ιδιωτικοί φορείς χορήγησης δανείων, οι οποίοι έχοντας ως κίνητρο την αναζήτηση του κέρδους ήταν πιο τολμηροί στη χορήγηση δανείων σε επισφαλείς δανειολήπτες. Ετσι το 2008 ξέσπασε η κρίση των «ενυπόθηκων δανείων μειωμένης εξασφάλισης» και όχι κάποια κρίση «χρέους και δαπανών». Και αυτή την κρίση αντιμετώπισε η Fed με την απόφασή της να χρηματοδοτήσει μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης με τρισεκατομμύρια δολάρια τις τράπεζες σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ασία. Και «ω του θαύματος», αντίθετα με τις συντηρητικές φωνές που μιλούσαν για κατάρρευση του αμερικανικού δολαρίου, αυτό ενδυναμώθηκε. Οι κύριοι μηχανισμοί παρέμβασης της Fed, υπό την απόλυτη στήριξη του Ομπάμα, ήταν τέσσερις: 1. δάνεια προς τράπεζες, 2. ανακεφαλαιοποίηση 3. αγορές στοιχείων και 4. κρατικές εγγυήσεις. Ολα αυτά που ο γερμανικός δημοσιονομικός δογματισμός αρνήθηκε να κάνει στην Ευρώπη κατά την έναρξη της κρίσης του ευρώ. Οι ΗΠΑ έβαλαν ως κύριο στόχο τη διάσωση των τραπεζών, ενώ η Γερμανία και οι υπόλοιπο Ευρωπαίοι την τιμωρία των Piigs (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία). Η κριτική του Τουζ στην ανεπάρκεια και τον δογματισμό της προσηλωμένης στο γερμανικό ιδεώδες Μέρκελ και του φεντεραλιστή Σόιμπλε είναι καταλυτική. Μόνο που εκπλήσσει η εκ μέρους του αποδοχή του αποτελέσματος του ελληνικού δημοψηφίσματος ως «λογική» πράξη. Δεν ξέρω πόσο «λογική» θα ήταν αυτή η πράξη αν η ελληνική κυβέρνηση του κ. Τσίπρα επέμενε σε αυτό το αποτέλεσμα και αν η ΕΕ δεν έκανε στροφή με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης προς μια μορφή αμοιβαιοποίησης των χρεών των χωρών της ευρωζώνης που δεν είχαν τόσο μεγάλα προβλήματα όπως η Ελλάδα.
Ευρώπη και ΗΠΑ
Η εμμονή με τη λιτότητα αντί της αγοράς ομολόγων του Δημοσίου από την ΕΚΤ, όχι μόνο στις δευτερογενείς αγορές, αλλά και της έκδοσης νέων κρατικών ομολόγων εμβάθυνε αντί να λύσει την κρίση χρέους των Piigs. Η μείωση του ΑΕΠ στην Ελλάδα αύξησε το χρέος, όπως με μεγάλη καθυστέρηση παραδέχθηκε και το ΔΝΤ με τη θεωρία του λανθασμένου πολλαπλασιαστή. Η Ευρώπη θα έπρεπε από την αρχή να προχωρήσει, κατά τον συγγραφέα, σε αγορά ομολόγων και αμοιβαιοποίηση του χρέους για να υπερβεί την κρίση, η οποία όμως οφειλόταν στην άτυπη πολιτική της ΕΚΤ για ενιαίο επιτόκιο σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και όχι στις δημόσιες δαπάνες. Μια εξίσωση επιτοκίων που οδηγούσε σε αύξηση των γερμανικών εξαγωγών και σε ελλείμματα τον ευρωπαϊκό Νότο. Αντί όμως της αμοιβαιοποίησης των χρεών επικράτησε η τιμωρητική λογική. Αντιθέτως οι ΗΠΑ, μετά το σφάλμα τους να αφεθεί η Leeman Brothers να καταρρεύσει και όταν διαφάνηκε ότι προς τα εκεί οδηγείτο και η ασφαλιστική AIG και άλλες τράπεζες, προέκριναν την εποπτεία και τον έλεγχο. Αρχικά η πρόθεση ήταν να ζητηθεί από τον ιδιωτικό τομέα να διασώσει την ασφαλιστική εταιρεία AIG, αλλά αμέσως ο τότε υπουργός Οικονομικών Χανκ Πόλσον, ο τότε πρόεδρος της Fed Μπεν Μπερνάνκε και ο τότε επικεφαλής της Fed Νέας Υόρκης Τιμ Γκέιτνερ αποφάσισαν να κηρύξουν κατάσταση συναγερμού και παρείχαν διασφαλισμένη πιστωτική διευκόλυνση ύψους έως και 85 δισ. δολαρίων. Σταδιακά η Fed μετετράπη σε παγκόσμιο δανειστή. Αντιθέτως η ΕΕ για να φτάσει έως εκεί έπρεπε πρώτα να περάσει από τη λογική πως το πρόβλημα ήταν οι δαπάνες και το χρέος και όχι ο ανεξέλεγκτος χρηματοοικονομικός καπιταλισμός. Κατά τον συγγραφέα η ΕΕ έπρεπε από την πρώτη στιγμή να επιδιώξει μια επιθετική ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, να συγκροτήσει αμέσως ένα ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης και η ΕΚΤ να παράσχει αμέσως ενέσεις ρευστότητας. Αντιθέτως επελέγη η άποψη πως οι αγορές καλούνται μόνες τους να λύσουν το πρόβλημα και τα κράτη το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να επιβάλουν πολιτικές λιτότητας. Αυτή η λογική, κατά τον συγγραφέα, οδήγησε στην ενδυνάμωση της Ακρας Δεξιάς και όχι ο λαϊκισμός. Η αντίδραση στην κρίση δαιμονοποιήθηκε ως λαϊκισμός, αλλά οι «βάναυσες τακτικές της λιτότητας» έβλαψαν την Αριστερά - εννοεί τη Σοσιαλδημοκρατία -, όχι όμως και την Ακροδεξιά, όπως θα αποδείκνυαν οι περιπτώσεις του Brexit, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Οταν στις ΗΠΑ διαπίστωσαν πως οι τράπεζες άρχισαν να δίνουν τα ίδια και μεγαλύτερα από πριν από την κρίση πριμ στα μεγαλοστελέχη, ο πέλεκυς έπεσε βαρύς, ενώ στην Ευρώπη οι τράπεζες αναχρηματοδοτήθηκαν, με καθυστέρηση, χωρίς όμως να υπάρχει τιμωρία για τους ιδιοκτήτες και τα στελέχη. Μόνο για τους δανειολήπτες. Επρεπε να φτάσει η ΕΕ στο αυθόρμητο «ό,τι χρειαστεί» του Ντράγκι για να αφυπνιστεί. Κι όμως «κατά τραγική ειρωνεία, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, στο οποίο ανέκαθεν αντιτάσσονταν οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, τους έλυσε τα χέρια προκειμένου να δώσουν τη μάχη της πολιτικής συγκράτησης με κάθε μέσο» (σ. 514). Και ένα από τα μέσα ήταν «να απαξιώσουν τους αριστερούς και δεξιούς επικριτές της καθεστηκυίας τάξης ως λαϊκιστές» (σ. 508). Εδώ έχει μισό δίκιο, γιατί αν και δεν ήταν όλοι λαϊκιστές, ήταν πάρα πολλοί.
Οφελος για την Κίνα
Η κρίση όμως άγγιξε και την Ανατολική Ευρώπη, τη Ρωσία και την Ασία. Πολύ καλή επίσης είναι η ανάλυση του συγγραφέα για τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση του 2014, όταν και με την πρώτη ρωσική εισβολή δημιουργήθηκε ο θύλακας του Ντονμπάς. Κρίσεις από τις οποίες η μόνη ωφελημένη, αν και ταρακουνήθηκε, ήταν η Κίνα. Η κρίση όμως δεν είχε τελειώσει. Το 2013 η κρίση στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία (η πτώχευση του Ντιτρόιτ) και γενικότερα στη βιομηχανία απείλησε εκ νέου με ένα νέο «αμερικανικό σκηνικό τρόμου». Οι ΗΠΑ και ο Ομπάμα απάντησαν αμέσως με ένα πακέτο 75 δισ. χρηματοδότησης της αυτοκινητοβιομηχανίας και με τον νόμο Ντοντ-Φρανκ (Νόμος για την αναμόρφωση της Γουόλ Στριτ και την Προστασία του Καταναλωτή). Οι ρυθμίσεις του όμως «ελάχιστη σχέση είχαν με την κατάρρευση του χρηματοδοτούμενου από τη χονδρική αγορά σκιώδους τραπεζικού συστήματος, που αποτέλεσε την πραγματική πηγή του όλου προβλήματος του 2008» (σ. 300). Επιπλέον αυτός ο κουτσουρεμένος νόμος σαμποταρίστηκε από τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτοί το 2013 ζήτησαν απίστευτες περικοπές δαπανών για να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό και έτσι παραλίγο να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός αυτόματης περικοπής. Κάτι που αν είχε συμβεί θα είχε παραλύσει το αμερικανικό Δημόσιο.
Με πρόσχημα τις δήθεν υπερβολικές δαπάνες εμφανίστηκε το Tea party και από εδώ γεννήθηκε το φαινόμενο Τραμπ, το οποίο ο συγγραφέας αποδίδει όχι μόνο στο πρόσωπο Τραμπ αλλά και στις λογικές που έκαναν αποδεκτό έναν τέτοιο κλόουν της πολιτικής στο παλαιό κόμμα των ΗΠΑ, τους ρεπουμπλικάνους και στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα στη συνέχεια. Βεβαίως για το Brexit αποδίδει και τα του Καίσαρος στην ανεπάρκεια των βρετανικών ελίτ.
Υπέροχα τα ελληνικά της μετάφρασης του Νίκου Ρούσσου, ενός κειμένου με πολύ δύσκολους οικονομικούς όρους. Πληρέστατο το ευρετήριο της έκδοσης. Δεν σε εγκαταλείπει ούτε μια στιγμή σ' ότι και αν ψάχνεις.
{1BSYG}Adam Tooze {1BSYG}{2BTIT}Πολιτική οικονομία μιας κατάρρευσης {2BTIT}{3BEKD}Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που άλλαξαν τον κόσμο Μτφ: Νίκος Ρούσσος Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022, σ. 728{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 25 ευρ{4BTIM}ώ
