Το ντοκιμαντέρ «American Factory», μια βαθιά διεισδυτική αποτύπωση της καθημερινότητας ενός εργοστασίου του Οχάιο που εξαγοράστηκε από Κινέζους, γοήτευσε τον Μπαράκ και τη Μισέλ Ομπάμα οι οποίοι το αγόρασαν αποκτώντας έτσι το πρώτο έργο της εταιρίας παραγωγής τους.

«Μας αποκαλούν ξένους», λέει με απογοήτευση ένας εργάτης σε εργοστάσιο παρμπρίζ του Οχάιο, όπου εκατοντάδες κινέζοι εργάτες έχουν πάει να δουλέψουν, μακριά από τις οικογένειές τους.

‘Ομως ο εν λόγω εργάτης είναι Αμερικανός, όχι Κινέζος, και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις αλλαγές που έφερε ο δισεκατομμυριούχος Τσάο Ντεγουάνγκ ο οποίος αγόρασε το 2014 το εργοστάσιο στην πόλη Μορέιν στο Οχάιο που είχε εγκαταλείψει έξι χρόνια νωρίτερα η εμβληματική αυτοκινητοβιομηχανία General Motors.

Για τους σκηνοθέτες της ταινίας «American Factory» Στίβεν Μπόγκναρ και Τζούλια Ράιχαρτ, πρόκειται λίγο πολύ για μια «αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης».

Το ζεύγος των κινηματογραφιστών είχε επιλεγεί στα ‘Οσκαρ για το ντοκιμαντέρ του που αναφερόταν στο κλείσιμο του εργοστασίου της GM το 2008 και θέλησε να επανέλθει για να κινηματογραφήσει την επαναλειτουργία της παραγωγής υπό τη διεύθυνση της κινεζικής εταιρίας Fuyao.

Το «American Factory» αποτυπώνει αρχικά τη χαρά που προκάλεσε η επαναλειτουργία του εργοστασίου και η επαναφορά χιλιάδων θέσεων εργασίας σε μια κατεστραμμένη περιοχή, και στη συνέχεια τον θυμό και τη διάψευση των προσδοκιών ενώπιον των απαιτήσεων και της σκληρότητας της κινεζικής διεύθυνσης.

Αυτή η διείσδυση στη ζωή του εργοστασίου, των εργατών έως και των ανώτερων στελεχών, τόσο Αμερικανών όσο και Κινέζων, γοήτευσε το πρώην προεδρικό ζεύγος των ΗΠΑ όταν η ταινία προβλήθηκε τον Ιανουάριο στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Σάντανς στη Γιούτα.

Οι Ομπάμα αγόρασαν αμέσως το ντοκιμαντέρ για να το προβάλουν στην πλατφόρμα Netflix και σε ορισμένους κινηματογράφους στις 21 Αυγούστου. Είναι το πρώτο έργο που διανέμεται από την εταιρία τους Higher Ground Productions.

«H Μισέλ Ομπάμα είπε ότι η ταινία μίλησε μέσα της, γιατί ο πατέρας της εργάστηκε πολύ σκληρά για δεκαετίες για να ζήσει την οικογένειά του και ότι ένιωσε αυτή τη ‘μεσοδυτική’ απόχρωση της ταινίας όταν την είδε», είπε ο Στίβεν Μπόγκναρ.

«Η Μισέλ διέκρινε στην ταινία αυτή την οικογένειά της και νομίζω ότι και ο πρόεδρος εντόπισε κάποια πολιτικά θέματα που έχουν σχέση με την παγκοσμιοποίηση», είπε η Τζούλια Ράιχαρτ.

Πολιτισμικό χάσμα

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας είναι καθοριστικός παράγοντας της γεωπολιτικής του 21ου αιώνα. Οι σκηνοθέτες προσπάθησαν να εξερευνήσουν τις ανθρώπινες πτυχές μέσα από τη ζωή στο εργοστάσιο, στο οποίο οι ιδιοκτήτες τούς παρείχαν ελεύθερη πρόσβαση.

Ο Τσάο Ντεγουάνγκ, πρόεδρος και ιδρυτής του ομίλου Fuyao, «είναι ένας αντικομφορμιστής, είναι πολύ ανεξάρτητος, είναι ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας», αναφέρει ο Στίβεν Μπόγκναρ. «Είχε δει την προηγούμενη ταινία μας για το εργοστάσιο και του άρεσε, έτσι θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του μαζί μας».

Οι πρώτες σκηνές του νέου ντοκιμαντέρ δείχνουν τις ειλικρινείς προσπάθειες των εργατών, Αμερικανών και Κινέζων, να γνωριστούν μεταξύ τους και να δημιουργήσουν δεσμούς. Εκδρομές για ψάρεμα, μαθήματα σκοποβολής, και οι γιορτές για την Ημέρα των Ευχαριστιών δείχνουν να αποφέρουν τους καρπούς τους.

Η κατάσταση αλλάζει όταν η νέα διοίκηση ανησυχώντας για τις βαριές οικονομικές απώλειες αρχίζει να απολύει τα αμερικανικά στελέχη και να τα αντικαθιστά με Κινέζους, τους οποίους βομβαρδίζει με πατριωτικές παραινέσεις για να έχει συνεχώς μεγαλύτερες αποδόσεις.

Παρά τις υποσχέσεις, οι μισθοί παραμένουν πολύ χαμηλότεροι από αυτούς που δίνονταν την εποχή της General Motors, ενώ όλα γίνονται για να αποθαρρύνονται οι προσπάθειες να οργανωθούν συνδικάτα ή να σταματήσει η επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας.

«Το πολιτισμικό χάσμα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ο κόσμος πίστευε», εκτιμά ο Στίβεν Μπόγκναρ αποκαλύπτοντας ότι και οι κινέζοι ιδιοκτήτες ήταν το ίδιο μπερδεμένοι και απογοητευμένοι με τους αμερικανούς εργάτες.

Το εργοστάσιο της Μορέιν δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση. Κινέζοι επενδυτές εξαγόρασαν πολλές βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις μεσοδυτικές και στις νότιες αμερικανικές πολιτείες, των οποίων οι θέσεις εργασίας είχαν μεταφερθεί στο Μεξικό ή αλλού. Ο πρόεδρος Τραμπ κεφαλαιοποίησε αυτή την απογοήτευση για να κερδίσει τις εκλογές του 2016. Έλαβε πολύ υψηλά ποσοστά στο Οχάιο, όπως και στις γειτονικές πολιτείες του Μίσιγκαν και του Ουισκόνσιν, δίνοντας υποσχέσεις ότι οι απολυμένοι εργάτες θα ξαναβρούν δουλειά χάρη στην οικονομική του πολιτική.

«Με το ‘American Factory’ παίρνετε μια μικρή γεύση αυτού που δίνει η παγκοσμιοποίηση σε ανθρώπινο επίπεδο. Νομίζω ότι η ταινία αφήνει ένα αίσθημα δυσφορίας», λέει η Τζούλια Ράιχαρτ.