Βομβαρδίζοντας την κοινή γνώμη με θετικές ειδήσεις, η κυβέρνηση είχε περάσει τους τελευταίους δύο μήνες στην αντεπίθεση καταφέρνοντας να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να αποκαταστήσει εν μέρει τις αβαρίες που είχε υποστεί εξαιτίας των χειρισμών της στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών και να δημιουργήσει στους οπαδούς της την εντύπωση ότι η κατάκτηση μιας νέας κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας ίσως να μην ήταν ένας παντελώς εξωπραγματικός στόχος.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, στα ευρήματα των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων παράλληλα με τα σημεία μιας οριακής ανάκαμψης είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια εξάντλησης της δυναμικής με την οποία η κυβερνώσα παράταξη διηύρυνε παλαιότερα την εκλογική της επιρροή. Γινόταν, άλλωστε, όλο και πιο φανερό ότι τα ρήγματα που είχαν παρουσιαστεί ενόψει των ευρωεκλογών του 2024 στις σχέσεις της με τους κάτω των 45 ετών ψηφοφόρους δεν ήταν ούτε προσωρινά ούτε αβαθή.
Αλλωστε τα όσα δυσοίωνα έμελλε να μεσολαβήσουν μέχρι την περασμένη Παρασκευή των αποκαλύψεων του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, είτε στο επίπεδο των διεθνών εξελίξεων είτε στο μέτωπο των εθνικών θεμάτων (βλ. Μονή Σινά, τουρκολιβυκό σύμφωνο, φιλοτουρκική στροφή Χαφτάρ), κάθε άλλο παρά προσφέρονταν για ελάφρυνση του γενικότερου πολιτικού κλίματος και εμπλουτισμό του κυβερνητικού αφηγήματος με ιστορίες επιτυχίας ικανές να ανατάξουν πλήρως την εικόνα του κυβερνώντος κόμματος.
Αν, ωστόσο, το σκάνδαλο της νομής των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων απέκτησε δραματικές πολιτικές διαστάσεις, ματαιώνοντας μάλλον οριστικά τη σταθεροποίηση της νεοδημοκρατικής μονοκρατορίας, αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι ακύρωσε στην πράξη τη μεταρρυθμιστική επαγγελία περί πολυδύναμου εκσυγχρονισμού και συγκρότησης ενός τεχνοκρατικού επιτελικού κράτους, με αποτέλεσμα να πάψει να λειτουργεί ως ο ενοποιητικός παράγοντας που συσπείρωνε τον μεσαίο χώρο και εξασφάλιζε τη συνοχή της κυβερνώσας πλειοψηφίας.
Ο δεύτερος είναι ότι δεκαπέντε χρόνια μετά τη χρεοκοπία της χώρας και έξι μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία επαναλαμβάνονται φαινόμενα που υπενθυμίζουν πόσο αδιόρθωτα διαβρωμένη από το ρουσφετολογικό, αναξιοκρατικό και πελατειακό κομματικό σύστημα παραμένει η ελληνική δημόσια διοίκηση, συμβάλλοντας στην απαξίωση της δημοκρατίας, στην απονομιμοποίηση των συστημικών κομμάτων και στην αποσύνθεση των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Οψεις άλλωστε αυτής της αποσύνθεσης είναι τόσο η ρευστοποίηση των εκλογικών συμπεριφορών όσο και ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος.
Αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι αυτή τη φορά δεν είχε πλέον το περιθώριο να δικαιολογηθεί επικαλούμενος τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, αφού η ίδια η παράταξή του τις διαιώνιζε ως όρο αναπαραγωγής της κυριαρχίας της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε το ρίσκο μιας πρωτοφανούς ομολογίας: παραδέχτηκε πανηγυρικά ότι η κυβέρνησή του απέτυχε να μετασχηματίσει το κράτος σε κάτι διαφορετικό από ένα κομματικό λάφυρο.
Μόνον αν έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι η αντιπολίτευση θα παραμένει εσαεί ακίνδυνη, μπορεί να παίρνει ένα τέτοιο ρίσκο χωρίς να αναλογίζεται ότι θα τον συνοδεύει ως απονενοημένο πολιτικό διάβημα μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Εκτός και αν έχει κατά νου να οδηγήσει την παράταξή του σε αυτοδιάλυση και το κομματικό σύστημα σε επανίδρυση. Διαφορετικά, κινδυνεύει να καταρρεύσει υπό το ασήκωτο βάρος της ταυτόχρονης διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της αύξησης του αριθμού των πολιτών που νιώθουν αποκλεισμένοι εκτός των τειχών της εξουσίας.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής







