Υπήρξε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της διπλωματικής ζωής του 20ού αιώνα. Ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον, πέθανε έχοντας συμπληρώσει τα 100 του χρόνια. Εκπρόσωπος της εταιρείας του Kissinger Associates ανακοίνωσε τον θάνατό του αλλά δεν αποκάλυψε την αιτία.

Ο διάσημος διπλωμάτης έχει συμβουλέψει δώδεκα προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη μακρόχρονη καριέρα του και τιμήθηκε με Νομπέλ Ειρήνης μαζί με τον Βορειοβιετναμέζο Λε Ντουκ Θο για τις διαπραγματεύσεις για το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Ομως η κληρονομιά του προσδιορίστηκε επίσης από την περιφρόνησή του για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις προσπάθειές του να προστατεύσει πάση θυσία τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με τους αντιπάλους σε όλον τον κόσμο να τον χαρακτηρίζουν ακόμα και «εγκληματία πολέμου».

Υποστήριξε τον δικτάτορα της Ινδονησίας στην εισβολή στο Ανατολικό Τιμόρ, υποστήριξε την εισβολή στην Ανγκόλα από το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και συνεργάστηκε με τη CIA για την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Χιλής, καθώς και για παρεμβάσεις σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες. Εξουσιοδότησε επίσης τις υποκλοπές δημοσιογράφων και του προσωπικού του. Ο Κίσινγκερ ήταν ακαδημαϊκός του Χάρβαρντ πριν γίνει σύμβουλος εθνικής ασφάλειας όταν ο Νίξον κέρδισε τον Λευκό Οίκο το 1968. Σε στενή συνεργασία με τον πρόεδρο, είχε επιρροή σε σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ, συμπεριλαμβανομένου του μυστικού βομβαρδισμού της Καμπότζης το 1969 και το 1970 – ως μέρους εκείνου που ο Νίξον αποκάλεσε «θεωρία του τρελού», μια προσπάθεια να κάνει το Βόρειο Βιετνάμ να πιστέψει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα έκανε τα πάντα για να τερματίσει τον πόλεμο.

Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ

Επέζησε από την πτώση του Νίξον στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και υπηρέτησε τον Τζέραλντ Φορντ, αποχωρώντας από την κυβέρνηση μετά την εκλογική νίκη του Τζίμι Κάρτερ το 1976. Ομως συνέχισε να επηρεάζει τη διπλωματική πορεία της χώρας καθώς πολλοί μαθητές του, όπως ο Μπρεντ Σκόουκροφτ, ο Λόρεντς Ιγκλμπεργκερ και η Κοντολίζα Ράις, υπηρέτησαν σε υψηλόβαθμες θέσεις.

Η πολιτική κληρονομιά του Κίσινγκερ δεν είναι ίδια για όλους. Οι υποστηρικτές του τον θεωρούν έναν λαμπρό πολιτικό, διπλωμάτη μεγάλου βεληνεκούς καθώς προώθησε τη λεγόμενη ρεαλ-πολιτίκ, έναν εκφραστή της εξουσίας που κάνει τα πάντα για να προωθήσει το όφελος της χώρας του, των ΗΠΑ, στην οποία κατέφυγε η οικογένειά του εγκαταλείποντας τη Γερμανία το 1938 για να γλιτώσει από τους ναζί.

Η παρέμβαση στη Χιλή

Οι επικριτές του μιλούν για την επιθετική αμερικανική παρεμβατικότητα στη Χιλή, όπου η CIA υποκίνησε την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Σαλβαδόρ Αλιέντε, στο Πακιστάν, όπου αυτός και ο Νίξον έκλεισαν τα μάτια στη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων, στη Μέση Ανατολή, στο Ανατολικό Τιμόρ και φυσικά στην Κύπρο, με την αιματηρή εισβολή του Μπουλέντ Ετζεβίτ που υπήρξε μαθητής του.

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε πολλά σχόλια. Ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους είπε ότι οι ΗΠΑ «έχασαν μια από τις πιο αξιόπιστες και ιδιαίτερες φωνές στις εξωτερικές υποθέσεις», ενώ ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ανέφερε ότι ο Κίσινγκερ ήταν «ατελείωτα γενναιόδωρος με τη σοφία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικής ζωής». Δεν ήταν όμως λίγοι και εκείνοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ανέφεραν τα θύματα των βομβαρδισμών του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Κίσινγκερ υποστήριξε την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους στην εισβολή του στο Ιράκ. Ενας άλλος υποστηρικτής αυτού του πολέμου, ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, έγραψε ότι ο Κίσινγκερ πρέπει να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Συνέχισε να έχει επιρροή μέχρι το τέλος της ζωής του, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ίδρυση το 1982 της εταιρείας συμβούλων του με έδρα τη Νέα Υόρκη και τη συγγραφή πολλών βιβλίων για τις διεθνείς υποθέσεις.