Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν ήταν αυτός που είχε δώσει την ισραηλινή υπηκοότητα στον φυλακισμένο για κατασκοπεία στις ΗΠΑ, Τζόναθαν Πόλαρντ, το 1995 – αυτό πιστώνεται στον προκάτοχό του και ηγέτη των Εργατικών, Σιμόν Πέρες.

Ωστόσο, ο νυν πρωθυπουργός και μακροβιότερος στην ιστορία του Ισραήλ, υποδέχθηκε προσωπικά τον Πόλαρντ στο διεθνές αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Τελ Αβίβ στις 30 Δεκεμβρίου, του παρέδωσε την ταυτότητα του πολίτη της χώρας και είπε μαζί του μια εβραϊκή προσευχή, όπως συνηθίζεται σε απελευθερώσεις κρατουμένων.

Εχοντας, εκτός των άλλων, ένα σαφή πολιτικό στόχο: Να κερδίσει επιπλέον πόντους ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 23ης Μαρτίου, των τέταρτων κατά σειρά μέσα σε διάστημα δύο ετών, ώστε να διευρύνει περαιτέρω το ρεκόρ του και να αποδείξει στους αντιπάλους του πως, παρά τα σκάνδαλα και τις κατηγορίες που τον βαρύνουν, είναι  «πολύ σκληρός για να πεθάνει».

Η συγκεκριμένη υπόθεση, εξάλλου, υπήρξε επί δεκαετίες εμβληματική για τους Ισραηλινούς εθνικιστές και εκείνους που υποστηρίζουν ότι το Ισραήλ δεν έχει πρακτικά φίλους, ενώ οφείλει να είναι καχύποπτο και να παίρνει τα μέτρα του ακόμη και απέναντι στους πιο στενούς συμμάχους του, όπως οι ΗΠΑ. Ολους αυτούς οι οποίοι, από το 1985, όταν ο Πόλαρντ (ο οποίος το 1977 είχε απορριφθεί από τη CIA, ως χρήστης ναρκωτικών ουσιών, υπερβολικά… φλύαρος, αλλά και πιθανός πληροφοριοδότης των Ισραηλινών!) πιάστηκε «στα πράσα» έξω από την πρεσβεία της χώρας του να μεταφέρει απόρρητα κρατικά και στρατιωτικά μυστικά, είχαν κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος. Τους ίδιους που στις επικείμενες εκλογές μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν την πιο σοβαρή απειλή για τον Νετανιάχου, στο πρόσωπο του μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου υπουργού της κυβέρνησής του, Γκιντεόν Σάαρ, ο οποίος αποχώρησε από το Λικούντ για να ιδρύσει το κόμμα «Νέα Ελπίδα – Ενότητα για το Ισραήλ».

Τι ρόλο θα παίξει τελικά στο εκλογικό αποτέλεσμα η απελευθέρωση Πόλαρντ και η προσπάθεια του Νετανιάχου να την οικειοποιηθεί πολιτικά είναι άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι μπορεί ο 66χρονος Πόλαρντ να μπήκε στη φυλακή νέος και να επέστρεψε στα πάτρια εδάφη μεσήλικας, αυτό όμως που κατάφεραν οι συμπατριώτες του δεν είναι λίγο.

Εγινε δε με τη βοήθεια και του πανίσχυρου ισραηλινού-εβραϊκού λόμπι, το οποίο ασκεί έντονη επιρροή σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, ενώ το… μακρύ χέρι του φτάνει στα άδυτα της κυβέρνησης και των διάφορων υπηρεσιών, όπως και στον Λευκό Οίκο. Ετσι, ενώ είχε καταδικαστεί σε ισόβια, το 2015 – επί προεδρίας Ομπάμα – έλαβε αναστολή στην εκτέλεση της ποινής του και αφέθηκε ελεύθερος, υπό τον όρο να μην περάσει τα σύνορα για μια πενταετία.

Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, χρειάστηκαν πολλά παραπάνω. Πρώτα από όλα, να ζητήσουν επισήμως συγγνώμη οι Ισραηλινοί και προσωπικά ο Πέρες, δηλώνοντας ότι αποκηρύττουν κάθε δράση που έχει σχέση με κατασκοπεία σε βάρος των ΗΠΑ.

Να ξεκαθαρίσουν, επίσης, ότι δεν γνώριζαν τίποτε για τη δράση του Πόλαρντ, καθώς το όνομά του δεν υπήρχε στα μητρώα των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού ή της Μοσάντ. Και να ισχυριστούν πως επρόκειτο για μία μη εξουσιοδοτημένη πρωτοβουλία που είχε αναλάβει το «Γραφείο για τις Επιστημονικές Σχέσεις» – μια υπηρεσία η οποία διαλύθηκε αμέσως μετά τη σύλληψη του Πόλαρντ.

Μάλιστα, ο επικεφαλής της υπηρεσίας, Ραφαέλ Εϊτάν, είχε σπεύσει να υποβαθμίσει τη δράση του έμμισθου πράκτορα (φέρεται να είχε λάβει αρκετές δεκάδες χιλιάδες δολάρια ως αμοιβή). «Είναι πιθανό να αποκτούσαμε γνώση των ίδιων πληροφοριών και χωρίς τον Πόλαρντ», είχε πει – αν και διευκρίνισε πως «ήταν υψηλής ποιότητας και ακρίβειας, εξαιρετικά σημαντικές για την ασφάλεια του Ισραήλ».

Η υπόθεση πλέον έχει κλείσει και τυπικά. Ο Πόλαρντ μπορεί να απολαύσει τη σύνταξή του και να ετοιμάσει τα απομνημονεύματά του.