Η Μαρία Τάμπο είχε φτάσει στα όριά της. Ήταν τρομαγμένη και απελπισμένη. Τα παιδιά της πεινούσαν. Έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Λίμα.

Η Τάμπο και οι κόρες της είχαν φτάσει στην περουβιανή πρωτεύουσα από ένα απομακρυσμένο χωριό στη ζούγκλα του Αμαζονίου, προκειμένου η μεγαλύτερη εξ αυτών, η Αμελί, να καταφέρει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Θα ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειάς της που θα το πετύχαινε.

Η 17χρονη είχε κερδίσει μια σημαντική υποτροφία για να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο της Λίμα, και η οικογένειά της έκανε μεγάλα όνειρα. Θα νοίκιαζαν ένα μικρό δωμάτιο, θα βοηθούσαν την Αμελί να τακτοποιηθεί, και η Μαρία θα κέρδιζε λίγα χρήματα εργαζόμενη σε ένα εστιατόριο.

Όμως όταν ο κοροναϊός έφτασε στο Περού, όλη η χώρα μπήκε σε παύση. Περισσότεροι από το 70% των κατοίκων εργάζονται στην παραοικονομία, και καθώς η κυβέρνηση της χώρας επέβαλλε ένα σκληρό lockdown, η Τάμπο είδε τις εργασιακές ευκαιρίες να εξαφανίζονται.

Σχεδόν δύο μήνες καραντίνας αργότερα, δεν είχε πλέον χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο ή το φαγητό της οικογένειάς της. Τότε η Τάμπο αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό της, στην επαρχία Ουκαγιάλι, 350 μίλια μακριά από τη Λίμα.

Με τις δημόσιες συγκοινωνίες να παραμένουν κλειστές, η μόνη της επιλογή ήταν να πραγματοποιήσει το ταξίδι με τα πόδια. «Καταλαβαίνω το μέγεθος των κινδύνων στους οποίους εκθέτω τα παιδιά μου, όμως δεν έχω άλλη επιλογή», δήλωσε η ίδια. «Ή θα πεθάνω προσπαθώντας να φτάσω εκεί ή θα πεθάνω από την πείνα στο δωμάτιό μου».

Η απόδραση από τη Λίμα

Δημοσιογράφος του CNN μίλησε με την Τάμπο, η οποία είναι 40 ετών, μέσω μιας ομάδας στην εφαρμογή WhatsApp όπου χιλιάδες Περουβιανοί έψαχναν τρόπο να εγκαταλείψουν τη Λίμα για να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους. «Δεν έχω βγει από το σπίτι μου από τη μέρα της καραντίνας», δήλωσε η Τάμπο. «Όμως πλέον δεν έχω καθόλου χρήματα».

Συμφώνησε να επιτρέψει στον δημοσιογράφο να την ακολουθήσει στο επικίνδυνο ταξίδι της για να μπορέσει να διηγηθεί την ιστορία της, χωρίς να γνωρίζει τι θα συναντούσε στην πορεία.

Η Τάμπο και οι κόρες της εγκατέλειψαν τη Λίμα στις αρχές Μαΐου. Φορούσε μάσκα και κουβαλούσε την Μελέκ, την κόρη της που βρίσκεται ακόμη σε βρεφική ηλικία, στην πλάτη της, μαζί με μια πολύχρωμη τσάντα διακοσμημένη με καρδιές. Η Αμελί και η επτάχρονη Γιασίρα την ακολουθούσαν, κουβαλώντας τις αποσκευές τους.

Η οικογένειά της δεν είναι η μόνη που πραγματοποίησε αυτό το ταξίδι. Χιλιάδες ακόμη Περουβιανοί βρίσκονταν στο δρόμο, προσπαθώντας απελπισμένα να ξεφύγουν από την πανδημία και την απώλεια εισοδήματός τους.

Το μακρύ ταξίδι της οικογένειας Τάμπο θα τις οδηγούσε μέσα από λεωφόρους και σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους στις ορεινές περιοχές των Άνδεων, προκειμένου εντέλει να φτάσουν στη ζούγκλα του Αμαζονίου – μια διαδρομή πολύ επικίνδυνη για μια γυναίκα που ταξιδεύει μόνη της με τρία ανήλικα παιδιά.

Περπατώντας στη ζέστη επί ατέλειωτες ώρες, οι γυναίκες δεν σταμάτησαν ποτέ. Το νερό και η τροφή ήταν σπάνια και η Τάμπο έκλαιγε ενώ νανούριζε τη μικρή Μελέκ.

Υπήρξαν στιγμές καλοσύνης και ανακούφισης. Μέρη της διαδρομής πραγματοποιήθηκαν μέσω οτοστόπ, ενώ ένας οδηγός έδωσε φαγητό στις γυναίκες καθώς περνούσε δίπλα τους. Όμως για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, η Τάμπο και οι κόρες της απλώς περπατούσαν και ήλπιζαν.

Έλεγχοι στη διαδρομή

Η πορεία προς το σπίτι τους δεν απαιτούσε μόνο αντοχή. Η Τάμπο έπρεπε να καταφέρει να διαχειριστεί και τα μπλόκα της αστυνομίας, που είχαν επιβληθεί για να εμποδίσουν τους κατοίκους της Λίμα, του επίκεντρου της πανδημίας, από το να μεταφέρουν τον ιό στην επαρχία της χώρας.

Παρά το αυστηρό lockdown, το Περού ανήκει ήδη στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, με περισσότερα από 230,000 επιβεβαιωμένα κρούσματα και πάνω από 6,800 θανάτους μέχρι σήμερα. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ο πραγματικός αριθμός είναι υψηλότερος, ενώ το σύστημα υγείας βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης.

Στο Σαν Ραμόν, λίγο πριν η Τάμπο καταφέρει να φτάσει στη ζούγκλα, ένας αστυνομικός την ανέκρινε: «Δεν μπορείς να μπεις εδώ μαζί με τα παιδιά», της είπε. Η Τάμπο διαπραγματεύτηκε μαζί του. «Απλώς επιστρέφω στα χωράφια μου, στην Σαπαρναράνια, όπου βρίσκομαι ήδη εδώ και μια εβδομάδα».

Η εξαντλημένη μητέρα ήταν διατεθειμένη να πει οποιοδήποτε ψέμα για να επιβιώσει, όπως δήλωσε στο CNN. Ο ιός δεν ήταν τόσο τρομακτικός όσο το ενδεχόμενο η ίδια και τα παιδιά της να πεθάνουν από πείνα.

Μετά από επτά μέρες και νύχτες και περισσότερα από 300 μίλια διαδρομής, η Τάμπο και οι κόρες της έφτασαν στην επαρχία καταγωγής τους. Εκεί ήρθαν αντιμέτωπες και με το τελευταίο εμπόδιο: Η είσοδος στην επαρχία είχε απαγορευτεί, ως μέτρο περιορισμού της εξάπλωσης του κοροναϊού.

Φτάνοντας στον προορισμό

Ένας από τους αρχηγιούς της φυλής Ασσανίνκα που κατοικεί στην περιοχή δήλωσε στο CNN: «Τι θα συμβεί αν φτάσει σε μας ένας φορέας της νόσου; Πώς θα ξεφύγουμε; Ο μόνος αναπνευστήρας που έχουμε είναι ο αέρας. Το κέντρο υγείας μας δεν έχει κανένα μέσο για να αντιμετωπίσει τον ιό».

Όμως η Τάμπο ήταν αποφασισμένη. Διαπραγματεύτηκε με τους τοπικούς ηγέτες και της επιτράπηκε να γυρίσει στο σπίτι, με τον όρο ότι η ίδια και οι κόρες της θα έμεναν σε καραντίνα για 14 ημέρες.

Έφτασαν τη νύχτα και η Τάμπο συγκινήθηκε όταν τα σκυλιά της οικογένειας έσπευσαν να τις καλωσορίσουν. Έπεσε στα γόνατα και έκλαψε με λυγμούς, ευχαριστώντας τον Θεό που της επέτρεψε να φτάσει στο σπίτι, καθώς τα σκυλιά κουνούσαν τις ουρές τους και κολλούσαν τις μουσούδες τους πάνω στο μωρό που είχε στην αγκαλιά της.

Ενώ τα δάκρυά της κυλούσαν ακόμη, ο σύζυγός της, ο Κάφετ και ο πεθερός της εμφανίστηκαν από το σκοτάδι.

Η χαρά τους ήταν εμφανής, αλλά δεν τις πλησίασαν. Κανείς δεν μπορούσε να αγγίξει τον άλλο. Κανείς δεν μπορούσε να αγκαλιαστεί, εξαιτίας του φόβου για τον ιό.

«Ήταν τόσο δύσκολο, υποφέραμε τόσο πολύ», τους είπε με λυγμούς. «Δεν θέλω να γυρίσω ποτέ στη Λίμα. Πίστεψα ότι εγώ και τα κορίτσια θα πεθαίναμε εκεί».

Πηγή: www.cnn.com