Δεν υπήρξε επισκέπτης στο σπίτι του στην Αίγυπτο που να μην έχει μιλήσει για ένα είδος «σκηνοθεσίας» στον τρόπο με τον οποίο τον υποδεχόταν. Είτε επρόκειτο για λογοτέχνη είτε για ηθοποιό

Στον Παύλο Π. Αγιαννίδη

Ενας ολοζώντανος φάρος της παγκόσμιας ποίησης ο Κ.Π. Καβάφης –φτάνει να σκεφτούμε ότι σε ακριβώς είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τον θάνατό του -, η απήχηση του έργου του δεν γιγαντώνεται απλώς. Αισθάνεται κανείς με σιγουριά να συμβαίνει κάτι πολύ περισσότερο: να αφορά ο ποιητής σε γενιές ανθρώπων που θα εμφανιστούν στο προσκήνιο της ζωής, όταν θα έχει σβήσει κάθε μακρινή ανάμνηση του ίδιου τού περιβάλλοντος όπου έζησε, κι επιπλέον να αφορά σε γλώσσες που σήμερα δεν υποψιαζόμαστε καν την ύπαρξή τους. Ακόμη και ως προαίσθηση αυτή η πραγματικότητα κάνει ό,τι σχετίστηκε μαζί του, άνθρωπο, περιστατικό, μαρτυρία, εικασία, κρίση, πληροφορία, και από δεύτερο ακόμη χέρι, άπληστα να ενδιαφέρει όχι μόνο τους μελετητές της ποίησης, αλλά και τους απλούς αναγνώστες.

Για τον κύριο λόγο ότι με όλα αυτά δεν φωτίζεται μόνο ένας ποιητής, αλλά κι ένας άνθρωπος που η ποίησή του σε κάνει να θέλεις να τον γνωρίσεις ακόμη καλύτερα, πώς αισθανόταν, τι σκεφτόταν, ποιο ήταν το πραγματικό του πρόσωπο και σε ποιον βαθμό οι άλλοι, ή και ο ίδιος, το δουλέψανε ως προσωπείο. Ενώ σκοτίστηκε ο οποιοσδήποτε, ακόμη κι όταν τον εκτιμάει απεράντως –όπως πρέπει να συμβαίνει -, για το τι φώλιαζε στο βάθος της ψυχής του Τ.Σ. Ελιοτ. Με τον Καβάφη τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά κι αισθάνεται ο αναγνώστης πως ακόμη και το πιο κοινόχρηστο στοιχείο θα λειτουργήσει αποκαλυπτικά για τον ίδιο όσον αφορά την έμπνευση του ποιητή.

Αλησμόνητο μας μένει ένα περιστατικό, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 συνέβη να πέσει στα χέρια μας ένα χειρόγραφο τετράδιο του σπουδαίου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη. Ο αλησμόνητος, επίσης μέγιστος φιλόλογος και μελετητής του καβαφικού έργου, Γ.Π. Σαββίδης μάς είχε ζητήσει μια φωτοτυπία του, λέγοντάς μας επί λέξει: «Να φωτοτυπήσετε όλες τις σελίδες του τετραδίου, ακόμη και τις λευκές, ακόμη κι αν μια σελίδα συμβαίνει να έχει σημειωμένη μια γραμμή ή ένα καραγκιοζάκι». Με αυτό το σκεπτικό, ή και χωρίς αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της Αλεξάνδρειας τόσο για τον ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση του έργου του Καβάφη όσο και για τη μεταμόρφωση της ίδιας της πόλης χάρη στον Καβάφη σ’ έναν τόπο λογοτεχνικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, προορισμένο να ζήσει μέσα στους αιώνες.

Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Κ.Π. Καβάφη, μ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, να μας καθορίσει την σχέση του με την Αλεξάνδρεια, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, που συμβαίνει να είναι ακριβώς η ίδια με την ημερομηνία της γέννησής του το 1863. «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια –σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικία κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικό γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Εργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».

Αναφέραμε ήδη τη λέξη «προσωπείο» (οι πλέον έγκυροι μελετητές του Κ.Π. Καβάφη κάνουν συχνά λόγο για την ύπαρξη του προσωπείου στην ποίησή του) κι ο νους μας πηγαίνει αυθορμήτως στο θέατρο. Δεν υπήρξε επισκέπτης στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια που να μην έχει μιλήσει για ένα είδος «σκηνοθεσίας» στον τρόπο με τον οποίο τον υποδεχόταν. Είτε επρόκειτο για λογοτέχνη είτε για ηθοποιό –καθώς τακτικότατα ελληνικοί θίασοι περιοδεύανε στην Αίγυπτο –κι ο Καβάφης συναινούσε, φαίνεται, σχετικά εύκολα αν κάποιος ήθελε να τον δει. Διαφωτιστικότατες παραμένουν –ευτυχώς γραμμένες –οι μαρτυρίες ηθοποιών όπως ο Αλέξης Μινωτής και η Μαρία Αλκαίου, η δεύτερη κοριτσάκι που το παίρνανε μαζί τους οι γονείς του, σπουδαίοι ηθοποιοί της εποχής, η Σαπφώ Αλκαίου και ο Νίκος Παπαγεωργίου.

Αλλά για σκηνοθεσία κάνει λόγο κι ο ποιητής και συγγραφέας πάμπολλων ταξιδιωτικών βιβλίων, ο Κώστας Ουράνης, όταν γράφει, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Καβάφη, για το ταξίδι του στην Αίγυπτο και την επίσκεψή του στο σπίτι του ποιητή δυο χρόνια πριν: «Στη μεγάλη εμπορική και μοντέρνα Αλεξάνδρεια, που έχει για καρδιά της το Χρηματιστήριο του μπαμπακιού, άναβε κάθε βράδυ, ώς πριν λίγο καιρό, ένα φως που δεν ήταν ηλεκτρικό και έντονο, αλλά χαμηλό, συμπαθητικό και εξώκοσμο –σαν του καντηλιού ενός εξωκκλησιού. Ηταν σε ένα παλιό σπίτι και σε μια παλιά συνοικία. Παλιά και κάπως ύποπτων ηθών. Το φως αυτό ήταν το φως της λάμπας του ποιητή Καβάφη. Πολλοί κατά καιρούς μίλησαν για τη λάμπα αυτή. Σ’ όλους είχε κάνει εντύπωση ο μεγάλος σκοταδερός κύκλος που ανοιγόταν από τον στενό κύκλο του φωτός της. Εξηγούσαν ότι η ύπαρξή της οφειλόταν στη φιλαρέσκεια του Καβάφη. Τον παρίσταναν σαν έναν άνθρωπο που είχε τη –γυναικεία σχεδόν –μανία να κρύβει την ηλικία του και τις ρυτίδες του. Εβγαινε πάντα προς το βράδυ από το σπίτι του, κι όταν δεχόταν έναν επισκέπτη τον τοποθετούσε κοντά στη λάμπα, ενώ αυτός καθόταν σε μια πολυθρόνα βυθισμένη στο σκοτάδι».

Αν την περιγραφή του Κώστα Ουράνη θα τη χαρακτήριζε κανείς στα όρια ενός έστω ευπρεπούς κουτσομπολιού, στους αντίποδες ακριβώς τοποθετείται η παρατήρηση της συζύγου του Ελένης Ουράνη (Αλκη Θρύλου), η διατυπωμένη την ίδια αυτή εποχή, ενόσω ζει δηλαδή ακόμη ο Καβάφης: «Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Καβάφη. Κάθε φορά πείθομαι περισσότερο πως ο Καβάφης δεν είναι μόνον ένα φαινόμενο εξαιρετικό για τον τόπο του· προσθέτει στην παγκόσμια δημιουργία ένα κόσμο πρωτόπλαστο».

Αν η συλλογή και η έκθεση απόψεων έχει πάντα κάτι το απωθητικό, γίνεται αντίθετα πολύ ενδιαφέρουσα όταν αφορά στον Καβάφη και μάλιστα συμβαίνει οι απόψεις να προέρχονται από διαπρεπείς ξένους συγγραφείς, πολύ γνωστούς και σε μας εδώ. Εχουν μάλιστα όλοι τους ως κοινό θέμα ή, μάλλον, κοινή αφετηρία την πόλη της Αλεξάνδρειας που είναι και το ζητούμενο του σημερινού σημειώματος. Γράφει λοιπόν ο γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός Εντμόντ Ζαλού: «Ο Καβάφης δεν είναι σαν τους άλλους, ένας ποιητής των αγρών, των ελαιώνων, των σιντριβανιών, του θαλασσινού ουρανού. Είναι πάνω απ’ όλα ο ποιητής μιας πόλεως, ειδικά της Αλεξάνδρειας. Η πόλη αυτή τον διαμόρφωσε. Αγκάλιασε όλες τις μεταμορφώσεις της, όλες τις όψεις της. Είναι ο σύγχρονος του Αλεξάνδρου, όπως και των Πτολεμαίων και του Καισαρίωνος. Χίλιες δυο μεγαλειώδεις και τραγικές απηχήσεις διασταυρώνονται κι αντηχούν μέσα στην τυραννισμένη αυτή ψυχή».

Για να συνεχίσει ο φημισμένος φιλόλογος και ελληνιστής Μάριο Μενιέ γράφοντας: «Το μεγάλο μεσογειακό λιμάνι όπου έζησε και πέθανε ο Καβάφης –όπου για πολύ καιρό η οικογένειά του εξάσκησε την εμπορική της δραστηριότητα –φαίνεται πως τον είχε σημαδέψει με θεία σφραγίδα. Πραγματικά ο μεγάλος αυτός ποιητής είναι Αλεξανδρινός τόσο από τη γέννησή του όσο κι από την ψυχή του, από τα ατομικά του γούστα και από το έργο του. Η πιο ζωηρή του ευτυχία υπήρξε να μελετάει με ανήσυχο ζήλο την ιστορία της πόλεως που ο Αλέξανδρος ίδρυσε κοντά στις όχθες του Νείλου. Αγάπησε τη λαμπρή ζωή της, τις τέχνες, τις γιορτές, τις διασκεδάσεις και τα γράμματα. Με το να διαβάζει και να στοχάζεται πάνω στα έργα των ποιητών που κατέστησαν τόσο λαμπρή την αυλή των Πτολεμαίων, έμαθε από αυτούς τη συγκεκριμένη αξία ενός ρεαλισμού καθαρά αντικειμενικού».

Παίρνοντας τη σκυτάλη ο πολύς πεζογράφος Αλμπέρτο Μοράβια, διατυπώνει μια εντελώς πρωτότυπη άποψη για την οικουμενικότητα του Καβάφη σε σχέση με την αλεξανδρινή του καταγωγή. «Γεννημένος από έλληνες γονείς που κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, ο Καβάφης ήταν όλη του τη ζωή υπάλληλος της Υπηρεσίας Υδρεύσεως στην Αλεξάνδρεια, την πόλη όπου γεννήθηκε. Μοίρασε τη ζωή του, φαινομενικά άχρωμη, μεταξύ του γραφείου, του καφενείου, της βιβλιοθήκης και της ταβέρνας. Η ελληνικότητα του Καβάφη είναι το αποτέλεσμα μιας μορφωτικής και ψυχολογικής εργασίας από τις πιο λεπτές. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάποιες πνευματικές εκδηλώσεις και μορφωτικές κινήσεις του παρελθόντος περιμένουν στο πέρασμα της Ιστορίας για να γίνουν σύγχρονες. Η αλεξανδρινή κουλτούρα και ο αλεξανδρινός τρόπος κατανόησης της ζωής και της τέχνης πιθανόν να μην μπορούσαν να συνυπάρξουν σήμερα παρά σ’ έναν κόσμο όχι πολύ διαφορετικό, πολιτικά και κοινωνικά, από τον αλεξανδρινό, σε σχέση με έναν ολόκληρο πολιτισμό εντελώς όμοιο με εκείνον των Ηνωμένων Πολιτειών, που σωστά θα μπορούσε να ονομαστεί αλεξανδρινός».