Οταν ο Κυριάκος Πιερρακάκης εξελέγη πρόεδρος του Eurogroup, πολλοί πολιτικοί του αντίπαλοι, ακόμα και κάποιοι που μόλις μερικές ώρες μετά περιέγραφαν με μελανά χρώματα τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας, τον πήραν τηλέφωνο ή του έστειλαν ένα μήνυμα για να τον συγχαρούν. Η συνισταμένη ήταν κοινή, την ομολόγησε και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών στην ομιλία του στη Βουλή – όλοι όσοι έχουν κάποτε βρεθεί μέσα σε ένα Eurogroup, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ξέρουν πόσο σημαντική ήταν αυτή η διαδρομή για την Ελλάδα. Ξέρουν πως κάποτε, στις ίδιες συνεδριάσεις στις οποίες θα προεδρεύει ο Πιερρακάκης, έλληνες υπουργοί εγκαλούνταν για όσα έπραξαν και δεν έπραξαν και διαπραγματεύονταν για ώρες, προσπαθώντας να «κρατήσουν τη χώρα όρθια». Είπε ο Πιερρακάκης: «Οφείλω να πω, δεν είναι από μια παράταξη».
Αυτή είναι μια παραδοχή που δεν είναι μικρή ούτε γι’ αυτόν που την έκανε ούτε γι’ αυτούς που σήκωσαν το τηλέφωνό τους, τη μοιράζονται εξίσου. Σημαίνει αυτό πως συμφωνούν στη διαχείριση, στο «ΤΙΝΑ» της λιτότητας ή στο πόσο κόστισε το κάθε επώδυνο Μνημόνιο όλοι όσοι είδαν λίγη από τη δική τους προσπάθεια να ανταμείβεται σε αυτή την επιτυχία; Προφανώς όχι. Εχει σημασία; Απολύτως καμία. Είναι αυτό το είδος της βιωμένης ιστορίας που την αναγνωρίζει κανείς διαισθητικά, χωρίς να χρειάζεται να τη διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση. Μαζί τα ζήσαμε, μαζί τα περάσαμε, και αυτό είναι το ελάχιστο στο οποίο κανείς δεν διαφωνεί.
Μιλάμε για το αίσθημα. Στην επικοινωνία, εκμεταλλευόμενη τον συμβολισμό, η ΝΔ πήρε την αναγκαία απόφαση να μη μιλήσει για το παρελθόν μόνο τονίζοντας τα σκοτάδια του – και αυτού του ύφους η συζήτηση, η σύγκριση της περιπέτειας της χώρας, το πού ήμασταν και πού φτάσαμε, τη βοηθάει μπροστά σε σωρεία καθημερινών προβλημάτων που δεν επιλύονται, σκανδάλων που σκάνε από παντού και σε μια γενικευμένη αίσθηση εκνευρισμού όσων έχουν πάψει να την ακούν, γιατί νιώθουν πως μένουν πίσω, ή όσων σταδιακά συνειδητοποιούν πως οι μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις έμειναν στα χαρτιά και αντί γι’ αυτές γέμισαν φραπέδες και χασάπηδες. Το ίδιο αίσθημα εκμεταλλεύεται και το ΠΑΣΟΚ, ως κυβερνητική δύναμη που έχει πια να βρεθεί σε κυβερνητικό σχήμα δέκα χρόνια, όμως συνέβαλε σ’ αυτή την ιστορία, σηκώνοντας το μεγαλύτερο βάρος απ’ όλους. Στην επικοινωνία, βέβαια, μάλλον δεν τα πάει και τόσο καλά – από μόνο του το αίσθημα του δικαιωμένου δεν πάει κανέναν μακριά, ειδικά όταν τα σχέδια για το μέλλον σκοντάφτουν σε προτάσεις επί προτάσεων που δεν γίνονται γνωστές και σε στάσιμες δημοσκοπήσεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη, την επικοινωνία την έχει πιάσει απολύτως: η «Ιθάκη» του κέντρισε το ενδιαφέρον για τα πρόσωπα που περιγράφει και, όταν ο θόρυβος καταλάγιασε, ο συγγραφέας την έκανε όχημα για το μέλλον – μια αφήγηση για την κρίση στο τελευταίο κεφάλαιο κρύβει ένα «μάνιουαλ», γίνεται μέρος ενός rebranding που βρίσκεται στα σκαριά και ενός πολιτικού που επιστρέφει για να διεκδικήσει ξανά, με πολιτική εμπειρία πια, τη διακυβέρνηση της χώρας. Τότε όμως γιατί κλωτσάει στο αίσθημα; Γιατί η πρώτη απάντηση για την επαναφορά του Τσίπρα στις έρευνες είναι το «με θυμώνει»; Οι πρώτες παρουσιάσεις της «Ιθάκης» εξηγούν τον λόγο από μόνες τους – δεν αρκεί να θες να ακούσεις κάτι καινούργιο, πρέπει να είσαι έτοιμος για μεταμόρφωση. Για να ταιριάξεις στο νέο σχήμα, πρέπει να ομολογήσεις πως «δεν κατάλαβες καλά» όταν ψήφιζες «ναι» στο δημοψήφισμα, να μη μιλήσεις για λάθη, γιατί «εντάξει, όλοι τα ξέρουμε». Πρέπει να συμβάλεις με κάποιον τρόπο στη δικαίωση ενός προσώπου. Για το τότε, όχι για το μετά. Και αυτό με το ζόρι δεν γίνεται.







