Η κυβέρνηση έχει μια συγκεκριμένη (και αισιόδοξη) ανάγνωση των δημοσκοπήσεων. Βλέπει το συνολικό ποσοστό της στην πρόθεση ψήφου – κάπου στο 25% – και εκτιμήσεις ότι σε πραγματικές εκλογικές συνθήκες αντιστοιχεί σε μια επίδοση στην περιοχή του 30%, χωρίς δεύτερον στον ορίζοντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων που καταλήγουν στην όλο και ευρύτερη «γκρίζα ζώνη» της απογοήτευσης, της απορίας, του αδιεξόδου – εκείνων δηλαδή που δεν εκφράζονται από κανένα από τα 10 (ολογράφως: δέκα!) κόμματα τα οποία μετριούνται ονομαστικά στις δημοσκοπήσεις – προέρχεται από την εκλογική βάση της ΝΔ. Η απόσταση από το 41% των εκλογών του 2023 στο 25% της πρόθεσης ψήφου είναι η δεξαμενή της ρευστής ψήφου που θα κρίνει και το αποτέλεσμα.

Οι επιτελείς του κ. Μητσοτάκη πιστεύουν ότι λόγω προέλευσης θα είναι ευκολότερο να τους ξαναφέρουν στη «γαλάζια» ψηφοδόχο. Η μηχανιστική αντίληψη της αυξημένης συσπείρωσης στη δεύτερη κάλπη και της επιστροφής των πεπλανημένων σε συνθήκες πόλωσης παραγνωρίζει θεμελιώδεις αλλαγές συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος σε σχέση με το παρελθόν.

Πρώτον, η δεύτερη κάλπη δεν εγγυάται μεγαλύτερο ποσοστό στο πρώτο κόμμα. Μπορεί έτσι ακριβώς να ήρθε η ΝΔ στην εξουσία στις διπλές εκλογές του 2012, αλλά τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ στις ακραίες συνθήκες Ιανουαρίου/Σεπτεμβρίου 2015 όσο και η ΝΔ στην απόλυτη νηνεμία του Μαΐου/Ιουνίου 2023 πήραν μικρότερο ποσοστό στη δεύτερη αναμέτρηση. Το δεύτερο, και πολύ σημαντικότερο, στοιχείο αφορά την προέλευση των απωλειών που οδηγούν στο τρέχον (ας υποθέσουμε καλόπιστα) 25%.

Στις μεγάλες υποχωρήσεις τους, τα κόμματα εξουσίας έχαναν περίπου ομοιόμορφα από τις – πάντοτε διαφορετικές – κοινωνικές πηγές της ψήφου τους. Αυτό συνέβη στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012, επίσης στην πτώση της ΝΔ εκείνη την οριακή χρονιά, στη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 2019 και 2013. Σήμερα, η κυβέρνηση δεν υφίσταται απλώς μια συνήθη για το μέσο της θητείας, ιδίως δεύτερη θητείας, φθορά. Χάνει μαζικά και εστιασμένα κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες.

Η περίπτωση των αγροτών είναι χαρακτηριστική αλλά όχι η μόνη. Το 2019 η ΝΔ είχε πάρει στους αγρότες 42% και το 2023 ανέβασε ακόμη πιο πάνω τα ποσοστά της, στο 48%. Ξέρουμε από το παρελθόν (από τη στροφή του 1981 προς το ΠΑΣΟΚ και του 2000 προς τη ΝΔ) ότι ο αγροτικός κόσμος μεταστρέφεται δύσκολα και αργά. Σε συνδυασμό με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τη μαζική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις, η εικόνα παραπέμπει σε σοβαρή απίσχνανση της επιρροής της στον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος επιπλέον έχει πια μια σειρά από δεξιότερες εναλλακτικές.

Μια άλλη ομάδα είναι οι νέοι, που στοίχισαν ακριβά στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ είχε το ίδιο ακριβώς ποσοστό, 31%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε από το 36% στο 23%. Σε συνθήκες ακρίβειας και στεγαστικής κρίσης, οι ορατές απώλειες δεν είναι ανακτήσιμες.

Η γενική βελτίωση του πολιτικού κλίματος μπορεί να περιορίσει τις διαρροές όταν αυτές είναι ομοιόμορφες στην κοινωνία και τους εκλογείς. Οταν, όμως, εστιάζονται σε κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες που θεωρούν ότι είναι και σχετικά αδικημένες, ο συντελεστής δυσκολίας μεγαλώνει σε βαθμό που η κυβέρνηση δεν έχει κατανοήσει. Κι όταν επέλθει μια ψυχική ρήξη, δεν επουλώνεται ούτε με καταβολές ούτε με έκτακτα επιδόματα. Ειδικά ο κ. Μητσοτάκης ως πρόσωπο βρίσκεται πολύ κοντά στην οριστική διάρρηξη της εικόνας του σε κρίσιμα και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και του εκλογικού σώματος.