«Εγώ αυτές τις γυναίκες τις εκτιμώ και σέβομαι τη δουλειά που κάνουν. Αν δεν υπήρχαν, η κοινωνία θα είχε πρόβλημα… Εγώ παντρεύτηκα στα τριάντα μου, υπολοχαγός. Κάθε δυο-τρία χρόνια μετάθεση, από τον Εβρο μέχρι τα Δωδεκάνησα. Σαν τους Τσιγγάνους, νοίκιασε-ξενοίκιασε και κουβάλα το σπιτικό σου. Στην τρίτη αλλαγή πόλης η γυναίκα μου κουράστηκε και λάκισε· γύρισε στους γονείς της. Δεν την κατηγορώ… Στις γυναίκες αυτές πηγαίνω από τότε που χώρισα. Ποτέ δεν τους δημιούργησα πρόβλημα – ούτε και εκείνες σε εμένα. Αντιθέτως, έχω κάνει και παρέα με αρκετές από αυτές για φαγητό και συζήτηση. Οι περισσότερες είναι πονεμένες και έχουν κάποιο άσχημο παρελθόν να σου διηγηθούν». Η αφήγηση ανήκει στον κ. Δημήτρη, συνταξιούχο στρατιωτικό, και απηχεί την εποχή που ο αγοραίος έρωτας αποτελούσε μια ακόμη «βιοτεχνία» της μεταπολεμικής Ελλάδας. Περιλαμβάνεται στη νέα ερευνητική καταγραφή του Βασίλη Πεσιμίση, ο οποίος μετά την ιστορική περιήγηση στο κοινωνικό περιθώριο του Πειραιά («Βούρλα – Τρούμπα», από τις Μωβ εκδόσεις) επιλέγει στις «Νύχτες με πατσουλί» τα στέκια και τα ήθη που κυριάρχησαν από το Μοναστηράκι και το Θησείο ως τη Συγγρού και την Ομόνοια. Στο νέο του βιβλίο ακούγονται οι φωνές των γυναικών του πληρωμένου έρωτα, των ζιγκολό, ακόμη και των αστυνομικών από το Τμήμα Ηθών που επιφορτίζονταν κάθε τόσο με «Επιχειρήσεις: Αρετή» σε μια υποφωτισμένη εκδοχή του ελληνικού 20ού αιώνα.

«Καταδικασμένη στη σιωπή και την ντροπή»

Σαν σε νοητό διάλογο με την πρώτη μαρτυρία, η κυρία Σοφία λέει στη δική της αφήγηση προς τον συγγραφέα: «Μετά τα δώδεκα, που τελείωσα το σχολείο, με έπαιρνε μαζί του στα χωράφια για να τον βοηθάω όσο μπορώ και η συμπεριφορά του άρχισε να αλλάζει. Με καλόπιανε, μου έπαιρνε και κανένα ρουχαλάκι, που φόραγα όλα τα αποφόρια του χωριού. Είχα τσουπώσει, ήμουν κοπελίτσα. Νόμιζα ότι θα άλλαζαν τα πράγματα και θα φιλιώναμε, αλλά αυτός είχε τον σκοπό του. Στα δεκατρία μου με βίασε πρώτη φορά μέσα σ’ ένα καλύβι. Αρχισα να βιώνω τον φόβο, την ντροπή και την απέχθεια για τους άνδρες. Με απειλούσε πως αν έλεγα τίποτα, θα σκότωνε κι εμένα και τη μάνα μου και ύστερα θα αυτοκτονούσε. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα δεκαέξι μου που έμεινα έγκυος. Ενιωθα καταδικασμένη στη σιωπή και την ντροπή. Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω όταν θα μεγάλωνε η κοιλιά μου. Στην κοινωνία του χωριού ο καθένας θα έλεγε τα δικά του. Εκλεψα λίγα λεφτά από το συρτάρι, ετοίμασα μια βαλιτσούλα και απελπισμένη ανέβηκα στην Αθήνα. Η μάνα μου είχε μια αδελφή που έμενε στου Ζωγράφου. Καμιά φορά μας έγραφε και είχα κρατήσει έναν φάκελο με τη διεύθυνσή της. Πήγα και τη βρήκα μήπως βρω ένα απάγκιο, λίγη θαλπωρή. Η θεία ειδοποίησε τη μάνα μου για να μην ανησυχεί. Σε δέκα μέρες ήρθε ο παλιάνθρωπος και με ένα σωρό ψέματα με πήρε μαζί του».

«Με το καλό ή με το ζόρι»

Δεν ήταν πάντα εύκολο για τον συγγραφέα να ανακαλύψει και να συνομιλήσει με τις εναπομείνασες γυναίκες του επαγγέλματος, όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Αλέξης Βάκης: «Ούτε να τις εντοπίσει (καμιά τους δεν διατυμπανίζει με υπερηφάνεια το παρελθόν της) ούτε να τις πείσει να διηγηθούν τις λεπτομέρειες της ζωής τους». Αναφέρει επίσης κάτι ξεχωριστά σημαντικό σε πείσμα μιας στερεοτυπικής αντίληψης. «Μπορεί μεν η Γαβριέλλα Ουσάκοβα να ισχυρίζεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της πως “έγινε ιερόδουλος διότι εγεννήθη έτσι”, όλοι όμως γνωρίζουμε πως, ακόμα και να ισχύει αυτό που λέει, οι συντριπτικά περισσότερες από τις συναδέλφους της διόλου δεν “εγεννήθησαν έτσι”. Ολο και κάποιος “ξάδερφος” ή “αρραβωνιαστικός” έβαλε το χεράκι του για να πειστούν να το κάνουν – με το καλό ή με το ζόρι». Από τις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνονται τελικά οι μαρτυρίες ενός καθόλου θαυμαστού και καθόλου γενναίου μικρόκοσμου με οίκους ανοχής, αγαπητικούς και νταβατζήδες, πολύ καλντερίμι, σωματεμπορία, μαστροπεία, κόκκινα φανάρια και αφροδίσια νοσήματα. Ενός μικρόκοσμου, πάντως, οι αντιηρωίδες του οποίου πάσχιζαν κι αυτές να αντικρίσουν με αξιοπρέπεια το φεγγάρι από τον υπόνομο, κατά την έκφραση του Οσκαρ Ουάιλντ. Με την άδεια του εκδοτικού οίκου δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε – σε ένα από αυτά και η μαρτυρία του γνωστού ερευνητή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη.

«Ατίμασα την οικογένεια και έπρεπε να φύγω από το σπίτι»

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1944. Οι γονείς μου ήταν ευκατάστατοι και δεν είχαν άλλα παιδιά. Ο πατέρας ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός του Στρατού και η μητέρα προϊσταμένη σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον κλειστό, ασφυκτικά πιεστικό και στενόχωρο. Από μικρή πουθενά δεν ήμουν μόνη. Τελείωσα την Ελληνογαλλική Σχολή “Καλαμαρί” των καλογραιών και ένα ωδείο γιατί είχα καλή φωνή… Ο χρόνος κυλούσε και οι γονείς μου αποφάσισαν να με αποκαταστήσουν. Ακολούθησαν λοιπόν την τακτική των καθωσπρέπει οικογενειών της εποχής. Αρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι υποψήφιοι γαμπροί από συνοικέσια του κύκλου μας. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ντυνόμουν τα καλά μου, βαφόμουν εις το επιτρεπτόν και επιστράτευα το καλύτερο λεξιλόγιο, για να παρουσιαστώ ως έκθεμα προθήκης στο σαλόνι. Αποτέλεσμα όμως δεν υπήρξε. Εγώ είχα μεγαλώσει και ήθελα να ζήσω. Από το σόι της μητέρας μου είχα μία μεγαλύτερη ξαδέλφη. Είχε μετακομίσει στον Πειραιά και δούλευε σε καλή θέση σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Οποτε ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη για να δει τους γονείς της, ερχότανε στο σπίτι και βρισκόμαστε. Μου έλεγε πόσο καλά περνούσε, μακριά από τους γονείς της και ελεύθερη. Περιέγραφε τις κοινωνικές συναναστροφές, τα πάρτι, τους χορούς, τις παρέες των φίλων και τους ερωτικούς της δεσμούς. Καθόμουνα με ανοιχτό το στόμα σαν χάνος και την άκουγα…

Απειρη από εξόδους έμπλεξα με τον πρώτο τυχόντα που μου μίλησε για αγάπη και έρωτα, τον Αντρέα. Πίστεψα πως ήταν το σωσίβιο για να σωθώ από την καταπίεση. Η αλήθεια είναι ότι είχα τυφλωθεί από τον έρωτα και δεν υπολόγιζα τίποτα. Αργούσα τις νύχτες και αντιμιλούσα στη μητέρα μου. Η μόνη μου σκέψη ήταν πότε θα ξαναβρεθώ με τον Αντρέα. Στο εξάμηνο της σχέσης μας άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά μου. Τότε κατάλαβα, το χαζοπούλι, ότι είχα μείνει έγκυος. Το κατάλαβε και η μητέρα μου. Με πήγε στον γιατρό που μας το επιβεβαίωσε… Ατίμασα την οικογένεια και έπρεπε να φύγω από το σπίτι. Μόνον έτσι θα απαλλασσόταν από την αισχύνη και θα ξαναποκτούσε την αξιοπρέπειά του. Με τα σημάδια ακόμα της κακοποίησης, μάζεψα μερικά ρουχαλάκια σε μια βαλίτσα και με τα λίγα χρήματα που μου έδωσε κρυφά η μητέρα μου, έφυγα και κατέβηκα στον Πειραιά… Για να πάμε στη δουλειά περνάγαμε μέσα από την Τρούμπα. Μου έκαναν εντύπωση οι μαρκίζες των καμπαρέ και τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια. Η ξαδέλφη μού εξήγησε τι γινόταν εκεί. Εγώ σχόλαγα νωρίτερα από εκείνη».

Οι πιάτσες της Αθήνας

«Οδός Αθηνάς, στο κέντρο της πρωτεύουσας, λόγω παλαιότητας και χωρικού εύρους, κρατάει την πρώτη θέση της λίστας με τις πιάτσες των κοριτσιών του δρόμου. Η φήμη της οφείλεται στη Βαρβάκειο Αγορά· για περισσότερα από εκατόν σαράντα χρόνια – ανεγέρθηκε το 1886 – από το πρωί μέχρι το απόγευμα την επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι.

Η έκφραση “προς άγρα πελατών” αποτύπωνε την πρακτική των ιερόδουλων που επεδίωκαν να προσελκύσουν πελάτες και να τους οδηγήσουν στα κοντινά φτηνά ξενοδοχεία. Αυτό συνεχιζόταν και μετά το κλείσιμο της Αγοράς, το βράδυ, με τις καλντεριμιτζούδες να περιφέρονται ή να στέκονται, ψάχνοντας ή περιμένοντας τον πελάτη. Οι πιο νεαρές μαζευόντουσαν στις εισόδους των ξενοδοχείων της οδού Αθηνάς: ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ – μεταξύ των οδών Ερμού και Αγίας Ειρήνης –, ΑΤΤΑΛΟΣ – στον αριθμό 29 – και ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ – μεταξύ των οδών Κακουργιοδικείου και Πρωτογένους. Επίσης στα ξενοδοχεία ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ – στην οδό Ικτίνου –, ΟΙΤΗ, ΒΑΛΚΑΝΙΑ, ΣΕΡΡΑΙ και ΑΤΛΑΣ – στην οδό Σοφοκλέους – και ΣΕΣΙΛ – στην οδό Σωκράτους. Οι πιο μεγάλες σε ηλικία, επειδή κουράζονταν όρθιες, κάθονταν σε ντενεκέδες ή καφάσια στα πεζοδρόμια των οδών Σοφοκλέους και Ευριπίδου, περιμένοντας κανένα γεροντάκι με λίγους “παράδες”. Το σκηνικό πλαισίωναν οι κράχτες. Επαιρναν σβάρνα την Αθηνάς, και όπου έβλεπαν παρέες νεαρών πλησίαζαν και άρχιζαν το “ψηστήρι”: “Παιδιά, αν θέλετε ωραίες κοπέλες – για ξεπέτα, για λίγη ώρα ή για νυχτιά –, ελάτε μαζί μου”. Οι κράχτες ήταν επαρχιώτες από το Αγρίνιο, που ο ένας έφερνε τον άλλο στη δουλειά. Οδηγούσαν τις παρέες σε “κωλόμπαρα”, τύπου καμπαρέ με καναπέδες, που βρίσκονταν διάσπαρτα στα στενάκια ανάμεσα στην οδό Αθηνάς και την Πλατεία Ψυρρή.

Η Λεωφόρος Συγγρού ήταν η επόμενη μεγάλη πιάτσα. Απέκτησε τους χαρακτηρισμούς “αμαρτωλός δρόμος” και “λεωφόρος της αμαρτίας” αρχικά από τα νυχτερινά μαγαζιά και τα καμπαρέ, και έπειτα από τις ιερόδουλες. Τη δεκαετία του ’70 εμφανίστηκαν οι πρώτες τραβεστί που επιβλήθηκαν στον χώρο και σταδιακά απώθησαν τις γυναίκες ιερόδουλες, αλλάζοντας τις ισορροπίες της πιάτσας. Τα πρώτα στέκια των τραβεστί – που προσποιούνταν τις γυναίκες φορώντας προκλητικά ρούχα – βρίσκονταν απέναντι και πίσω από την εταιρεία INTERAMERICAN, και πίσω από το ξενοδοχείο ΧΑΝΔΡΗΣ».

«Μετά από χρόνια συνάντησα μία κοπέλα και με θυμήθηκε»

«Πήγαμε [με τον Χρήστο] σε ένα σπίτι στην Κυψέλη. Ηταν Γενάρης του 1956 και ήμουνα μόνο δεκατριών χρονών. Με μια πανέμορφη κοπέλα, σωστή κούκλα, είχα την πρώτη μου ερωτική επαφή. Με τον Χρήστο επισκεπτόμασταν και άλλα σπίτια που ήξερε. Ολα ήταν επιλεγμένα και καθαρά, με κάτι κοπέλες να τις πιεις στο ποτήρι, μανεκέν, μία και μία. Αργότερα, αφού έμαθα πού ήταν τα καλύτερα, έπαιρνα και τους συμμαθητές μου, και τους πήγαινα στις ομορφότερες. Με κάποιους που μιλάμε ακόμη στο τηλέφωνο τα θυμόμαστε και γελάμε… Οι αναμνήσεις μου από τα κορίτσια των σπιτιών είναι απόλυτα θετικές. Ηταν όλες κοπέλες καλόψυχες οι οποίες μας επέτρεψαν να αποκτήσουμε επαφή με το γυναικείο σώμα και να έχουμε τις πρώτες εμπειρίες. Γι’ αυτό και πρέπει να τις ευχαριστούμε. Μετά από χρόνια συνάντησα μία τέτοια κοπέλα σε ένα μαγαζί και με θυμήθηκε, γιατί πηγαίναμε τακτικά και είχαμε γνωριστεί».