Η αρχή είναι τόσο γνωστή ώστε απασχολεί όχι μόνο τη θεολογία ή διάσημους στοχαστές, αλλά ενσωματώνεται ακόμη και σε δημοσιογραφικά κείμενα – έστω και ως στερεοτυπική έκφραση. Το τέλος, όμως, στο «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο» παραμένει εν πολλοίς ξεχασμένο, παρόλο που περιέχει μία από τις ευστοχότερες μεταφορές. Αφορμή για να την ξαναθυμηθούμε δίνει η νέα μετάφραση του Δ.Φ. Βλαχοδήμου στη σειρά των βιβλικών κειμένων που έχει εγκαινιάσει ο Αρτος Ζωής: «Αυτός είναι ο μαθητής που εξακολουθεί να δίνει μαρτυρία γι΄ αυτά κι αυτός που τα κατέγραψε, και γνωρίζουμε ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλα πολλά που έκαμε ο Ιησούς, τα οποία εάν γράφονταν ένα προς ένα, νομίζω πως ούτε ο κόσμος ο ίδιος δεν θα μπορούσε να χωρέσει τα βιβλία που θα γράφονταν».
Το μήνυμα είναι σαφές: το τέταρτο Ευαγγέλιο δεν αποτελεί πλήρη εξιστόρηση όσων έπραξε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας παρουσίας του. Δεν ξεκινάει καν με το γενεαλογικό δέντρο ή τη γέννηση, όπως τα τρία προηγούμενα Συνοπτικά (αν και μόνο η δική του αφήγηση διασώζει το επεισόδιο της ανάστασης του Λαζάρου, ενώ προσφέρει περισσότερες εικόνες για τα Πάθη). Και σε ένα άλλο χωρίο ο ίδιος ο Ιησούς έχει αφήσει να διαφανεί ότι δεν θα μπορούσε να τα προλάβει όλα, οπότε οι πιστοί του οφείλουν να διαβάζουν το μήνυμά του «κατά πνεύμα» μάλλον και όχι «κατά γράμμα»: «Πολλά μπορώ να σας λέω ακόμα, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν μπορείτε να τα αντέξετε» (16, 12). Ο Ιωάννης είναι ο στοχαστικός συγγραφέας για τον οποίο εν αρχή ην ο «Λόγος» (και όχι η ιουδαϊκή «σοφία», για παράδειγμα).

Απόσπασμα του «Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» από πάπυρο του 4ου αιώνα. The Metropolitan Museum of Art
Αν μας επιτρέπεται μια λοξοδρόμηση, πάντως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι μέσα στο κείμενο υπάρχει και ένα έμμεσο σχόλιο για την εμβέλεια του γραπτού λόγου. Κατ’ αρχάς είναι η μοναδική φορά που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο στο Ευαγγέλιο – το ήπιο ρήμα «νομίζω» (οίμαι). Σαν να αμφισβητεί τον εαυτό του μπροστά στην εξιστόρηση μιας ζωής την ώρα που γράφει. Κανένα βιβλίο, όσο μεγάλο ή σημαντικό και αν είναι, δεν μπορεί να εξαντλήσει την ανθρώπινη δράση πάνω στη Γη. Τα βιβλία άλλωστε δεν ολοκληρώνονται με την τελευταία τελεία – συνεχίζονται στις ζωές των ανθρώπων. Ούτε οι βιβλιοθήκες όλου του κόσμου δεν θα χωρούσαν τα έργα και τις ημέρες του 33χρονου Ιησού. Αλλωστε πρόκειται για τον «Δάσκαλο» που δεν αφήνει πίσω του κανένα ίχνος γραπτού λόγου (όπως και ο Σωκράτης). Σχετική είναι η παρατήρηση του Φρεντερίκ Λενουάρ στο «Ο Χριστός φιλόσοφος» (εκδ. Πόλις, μτφ. Αιμίλιος Βαλασιάδης) αποτελώντας βέβαια μία ανάμεσα σε πολλές ερμηνείες: «Καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί ο Ιησούς δεν έγραψε ο ίδιος: το κείμενό του θα εξέτρεφε τον φονταμενταλισμό, ενώ εκείνος ήθελε να τον υπερβεί και αναμφίβολα να δείξει πως κανένα κείμενο δεν είναι οριστικό, διότι όσο οικουμενικό και αν ισχυρίζεται πως είναι, παραμένει συνδεδεμένο με μια δεδομένη συγκυρία. Περιορίζει λοιπόν τον λόγο του με αυτό που μπορεί να γίνει κατανοητό στους συνομιλητές του…».
Μια παρόμοια προσέγγιση βρίσκουμε στον πλατωνικό «Φαίδρο», στο επεισόδιο όπου ο αιγύπτιος Θαμούς αμφισβητεί τα πλεονεκτήματα της γραφής. Ο αιγύπτιος βασιλιάς – θεός, ανάλογος με τον ελληνικό Δία, αντιπαρατίθεται με τον Θευθ, ο οποίος είχε εφεύρει τα γράμματα και τη γραφή και πίστευε ότι με αυτό έκανε σοφότερους και με καλύτερο μνημονικό τους Αιγύπτιους. Ο Θαμούς αντιτείνει ότι η εφεύρεσή του θα φέρει λήθη, αφού το μνημονικό τους θα πάψει να ασκείται και οι άνθρωποι δεν θα ανακαλούν τίποτε στη μνήμη από μέσα τους, αλλά από κάποια ξένα σημάδια. Επομένως, ο ευρηματικός Θευθ δεν βρήκε της μνήμης το φάρμακο (ούκουν μνήμης) αλλά της υπενθύμισης (αλλά υπομνήσεως).







