Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλης κλίμακας και είχαν συγκεκριμένη – ορθή – πολιτική στόχευση. Οι νεότερες ηλικιακές ομάδες σχεδόν αποδοκιμάζουν τη Νέα Δημοκρατία, θεωρώντας την υπεύθυνη για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο ξεκίνημα της ζωής τους: το στεγαστικό (πρώτο από όλα τα προβλήματά τους), τη δυσαναλογία των αμοιβών σε σχέση με το κόστος ζωής, την απουσία προοπτικής. Η ανεργία είναι πια χαμηλή (και αφορά κυρίως μεσήλικες μακροχρόνια άνεργους), η προσφορά θέσεων εργασίας υπερβαίνει τη ζήτηση, αλλά η πλειονότητα των «ευκαιριών» αφορά θέσεις με χαμηλές απαιτήσεις, χαμηλή αμοιβή, κυρίως από κλάδους που συνδέονται με τον τουρισμό ή την εστίαση. Η εκπαίδευση, ιδίως η δημόσια, έχει πάψει από καιρό να είναι εργαλείο ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, τα προσόντα που απέκτησαν δυο γενιές δεν συνδέονται με τη ζήτηση, η οικογενειακή και προσωπική επένδυση σε σπουδές απαξιώνεται και όλα αυτά συναιρούνται σε ένα συλλογικό αίσθημα διάψευσης. Δεν υπάρχει πιο καταστροφική πολιτικά συνθήκη από τη μαζική διάψευση προσδοκιών. Επίσης, οι μισθωτοί (δηλαδή αυτοί που δηλώνουν τα εισοδήματά τους) των μεσαίων στρωμάτων είχαν ένα δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας σε βάρος τους και η φορολογική τους ελάφρυνση δεν είναι αμελητέα.
Στην εκλογική του αριθμητική, ο Πρωθυπουργός μετράει μόνο το 41% που τον ψήφισε στις τελευταίες εκλογές. Για τους άλλους πιστεύει, μάλλον σωστά, ότι έχουν απομακρυνθεί οριστικά από με το κόμμα του ή τουλάχιστον από τη ΝΔ υπό την ηγεσία του. Αλλά το εκλογικό σώμα που τον στήριξε έως τώρα σε εθνικές κάλπες αρκεί, αν οι διαρροές περιοριστούν σε ένα εύλογο ποσοστό. Πόσοι από τις παραπάνω κατηγορίες ανήκουν στην περίφημη δεξαμενή των «αναποφάσιστων» και πόσοι, μετά την κίνηση Μητσοτάκη θα επιστρέψουν στην κοίτη της ΝΔ; Αμέσως, λίγοι. Κανείς δεν περιμένει να ανανήψουν δυσαρεστημένοι με ένα πακέτο μέτρων, όσο γενναιόδωρο κι αν είναι. Οι οικονομικές παροχές ποτέ δεν είναι ένα απόλυτο κριτήριο. Μπορούν όμως να λειτουργήσουν ή να πέσουν στο κενό, ανάλογα με το συνολικό πολιτικό κλίμα. Το 1989 βοήθησαν τον Ανδρέα Παπανδρέου να συγκρατήσει ένα τμήμα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που αποδείχτηκε κρίσιμο στη συνέχεια. Το 2003 το «πακέτο Σημίτη» δεν εμπόδισε την άνοδο Καραμανλή, ούτε το «πακέτο Χατζηγάκη» στους αγρότες το 2009 την πτώση του. Και την άνοιξη του 2019 η κυβέρνηση Τσίπρα εξήγγειλε παροχές άνω του ενός δισεκατομμυρίου, αλλά πριν περάσουν τρεις μήνες ο κ. Μητσοτάκης ήταν Πρωθυπουργός.
Τι προσδοκά, λοιπόν, η κυβέρνηση; Δύο πράγματα. Πρώτον, να μη διαρρήξουν τις σχέσεις με το κυβερνητικό στρατόπεδο κρίσιμες κοινωνικές ομάδες, είτε αυτές που έλαβαν μέρισμα παροχών είτε όσες εύλογα προσδοκούν ότι θα έρθει η σειρά τους στον επόμενο γύρο, όπως οι αγρότες και οι ελευθεροεπαγγελματίες. Δεύτερο, και σημαντικότερο, οι αναποφάσιστοι να μην αποφασίσουν. Σύμφωνα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις, η αδιευκρίνιστη ψήφος κυμαίνεται στο ένα τέταρτο έως ένα πέμπτο του εκλογικού σώματος. Αυτοί θα κρίνουν τις επόμενες εκλογές. Να επαναφέρει κάποιον που έχει απογοητευθεί και προβληματίζεται είναι μια πρόκληση για τον κ. Μητσοτάκη. Να προσελκύσει κάποιον που – έστω φαντασιακά, στη δημοσκοπική ψήφο του – έχει προσχωρήσει σε άλλο κόμμα είναι απείρως δυσκολότερο. Κάποια στιγμή, η ελαφριά ψήφος των μετρήσεων θα γίνει η βαριά ψήφος στο παραβάν. Στην καταμέτρηση δεν υπάρχουν αναποφάσιστοι.







