Οι αναγνώστες του κειμένου που ακολουθεί ας μου επιτρέψουν μια τίμια αλλά καθαρή εξήγηση: προβληματίσθηκα αρκετά όταν οι υπεύθυνοι της εφημερίδας που σήμερα το φιλοξενεί μου ζήτησαν να διατυπώσω τις όποιες σκέψεις μου για το κυπριακό ζήτημα, το οποίο τις επόμενες ημέρες επανέρχεται στην επικαιρότητα. Αφορμή, η προσεχής άτυπη πενταμερής Διάσκεψη της Γενεύης (μορφή 5+1), όπου οι δύο εθνικές κοινότητες της Κύπρου, οι τρεις εγγυήτριες χώρες και η ΕΕ (η τελευταία σε ρόλο παρατηρητή) θα διερευνήσουν απόψεις, θέσεις, προθέσεις και επιδιώξεις των εμπλεκομένων για ενδεχόμενη μελλοντική επανέναρξη των προσπαθειών επίλυσης του προβλήματος υπό την αιγίδα (ανάγνωθι τις καλές υπηρεσίες) του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ. Στη διάρκεια του προβληματισμού μου αναλογίσθηκα παρόμοιες προσπάθειες, προκλήσεις, συγκυρίες, παράθυρα ευκαιρίας, μαθήματα και παθήματα ων ουκ έστιν αριθμός, τα τελευταία πενήντα χρόνια τουλάχιστον. Και στο πλαίσιο που προανέφερα, το γεγονός ότι, κατά τις εισαγωγικές μας εξετάσεις των Ακολούθων Πρεσβείας στο υπουργείο Εξωτερικών το 1972, το θέμα που κληθήκαμε να αναπτύξουμε κατά τη γραπτή δοκιμασία του μαθήματος της Διπλωματικής Ιστορίας περιελάμβανε μία μόνο λέξη, «Κυπριακό». Νομίζω ότι αυτό αρκεί για να δώσει μια πρώτη εικόνα για το πού ετοποθετείτο διαχρονικά η κυπριακή εκκρεμότητα στις προτεραιότητες της ελληνικής διπλωματίας, και δη στο μάθημα της Διπλωματικής Ιστορίας, το οποίο πάντοτε παρείχε μια καλή εικόνα της προετοιμασίας του κάθε υποψηφίου. Εξ όνυχος τον λέοντα δηλαδή.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ