Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης, το αεροσκάφος που μετέφερε τον εκλεγμένο (αυτός ήταν ο τίτλος του ακόμα) πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τζο Μπάιντεν, στην Ουάσιγκτον προσγειώθηκε στην αεροπορική βάση Αντριους: είχε πια αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την ορκωμοσία του, λιγότερο από ένα 24ωρο αργότερα, στο Καπιτώλιο, με νωπές πάντα τις μνήμες από την επίθεση την οποία είχε δεχθεί αυτός ο ιερός για την αμερικανική δημοκρατία τόπος από έξαλλους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ, και έντονο πάντα τον φόβο για νέα έκτροπα και εκτροπές. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της προσγείωσης του αεροσκάφους του Μπάιντεν στη βάση Αντριους, επέλεξε να απαθανατίσει στο Τwitter η βραβευμένη δημοσιογράφος Λόρεν Γουλφ με το σχόλιο: «Εχω ανατριχιάσει». Κάπου 36 ώρες και μία συντονισμένη εκστρατεία (στο ίδιο Μέσο) εναντίον της αργότερα, η Γουλφ είχε χάσει τη δουλειά της στους New York Times.
Φίλοι και ακόλουθοι της δημοσιογράφου, που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με έντυπα όπως η Guardian, το Atlantic και το Foreign Policy, και έχει βραβευτεί πολλάκις για το δημοσιογραφικό και ακτιβιστικό της έργο γύρω από τη χρήση σεξουαλικής βίας ως όπλο πολέμου, από τη Συρία έως το Κονγκό, κατήγγειλαν πως οι New York Times τερμάτισαν το συμβόλαιο της μετά την πίεση που δέχθηκαν «από φασίστες, τραμπικούς και δεξιούς υποκριτές». Εσπευσαν μάλιστα να καταγγείλουν την εφημερίδα πως καλύφθηκε πίσω από την «αυστηρή ουδετερότητα» στην οποία δεσμεύει επισήμως τους συντάκτες της (μόνο οι αρθρογράφοι έχουν περισσότερες ελευθερίες) για να υποκύψει στην πραγματικότητα τη διαβόητη πια «cancel culture», την «κουλτούρα της ακύρωσης». Και πως άφησε τη δημοσιογράφο άνεργη εν μέσω πανδημίας και δριμείας οικονομικής κρίσης, «ενώ άλλοι συνάδελφοί της έκαναν πολύ χειρότερα τελευταία και κράτησαν τις δουλειές τους» - αναφέρονταν στη Ρουκμίνι Καλιμάρτσι, τη δημοσιογράφο που βρίσκεται πίσω από ένα podcast των New York Times με τίτλο «Caliphate», το οποίο βραβεύτηκε μεν, διαπιστώθηκε όμως ότι περιελάμβανε σημαντικές ανακρίβειες, ή και τον Γκλεν Θρας, τον δημοσιογράφο των NYT που έχει καταγγελθεί για «αρπακτική συμπεριφορά» απέναντι σε νεότερες συναδέλφους του.
Το θέμα πήρε γρήγορα διαστάσεις. «Το Σάββατο έκανε ένα σχόλιο για τη μνημειώδη φύση της αντικατάστασης ενός στασιαστή, επικίνδυνου προέδρου από τον Τζο Μπάιντεν. Ολα όσα είπα ήταν γεγονότα. Το μόνο που έκανε η Λόρεν Γουλφ ήταν να δηλώσει πως ανατρίχιασε λόγω της ίδιας μεταβίβασης της εξουσίας. Εχασε τη δουλειά της στους New York Times. Γιατί;» απαίτησε να μάθει ο παρουσιαστής του MSNBC, Αλι Βέλσι. «Πιστεύω ειλικρινά πως αν η Λόρεν Γουλφ είχε γράψει "Αγαπώ Τζο Μπάιντεν, είναι ο καλυτερότερος πρόεδρος στην Ιστορία!", και πάλι δεν θα ήταν ένα αδίκημα που επισείει ποινή απόλυσης. Αλλά "έχω ανατριχιάσει;" Θα μπορούσε να εκφράζει απλώς το δέος της στο θέαμα της Δημοκρατίας επί το έργον» σχολίασε η αρχισυντάκτρια του Baltimore magazine, Μαξ Βάις. Η ίδια η Λόρεν Γουλφ επιβεβαίωσε στα σόσιαλ μίντια την απόλυσή της, κατήγγειλε μάλιστα πως έχει δεχθεί παρενόχληση στον δρόμο καθώς και απειλές κατά της ζωής της εξαιτίας του επίμαχου tweet της, και ευχαρίστησε όσους τη στηρίζουν ζητώντας τους ωστόσο ρητά να μη διακόψουν τη συνδρομή τους στους New York Times: «Αγαπώ αυτή την εφημερίδα και την αποστολή της όλη μου τη ζωή. Η δημοσιογραφία τους είναι από τις σημαντικότερες και καλύτερες στον κόσμο, και πρέπει να διαβάζονται ευρέως» σημείωσε.
Από την πλευρά τους, οι New York Times αρνήθηκαν πως «τερματίσαμε την απασχόληση κάποιου εξαιτίας ενός και μόνο tweet», προσθέτοντας ωστόσο πως «από σεβασμό προς τα εμπλεκόμενα άτομα δεν σκοπεύουμε να σχολιάσουμε περαιτέρω». Η εκπρόσωπος της εφημερίδας έσπευσε απλώς να σημειώσει πως η Λόρεν Γουλφ δεν είχε συμβόλαιο με τους New York Times, υπονοώντας πως συνεργαζόταν μαζί τους ως freelancer. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον σάλο να περάσει σύντομα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου κάποιοι έσπευσαν να τη συνδέσουν με τα τεκταινόμενα στη Monde - η εφημερίδα οδήγησε πρόσφατα λίγο-πολύ σε παραίτηση έναν γνωστό σκιτσογράφο της, τον Ξαβιέ Γκορς, ζητώντας συγγνώμη από τους αναγνώστες και χαρακτηρίζοντας «λάθος» τη δημοσίευση μιας αμφιλεγόμενης γελοιογραφίας του με θέμα την αιμομιξία - και άλλοι έσπευσαν να θυμίσουν πως η ίδια η Λόρεν Γουλφ είχε αρνηθεί προ μηνών, με αφορμή μια άλλη παραίτηση-υπό-πίεση από τους New York Times, την ίδια την ύπαρξη της cancel culture.
Είναι μια μεγάλη συζήτηση όλα αυτά και δεν αφορούν, προφανώς, μόνο τους New York Times και τη Monde, μόνο τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, μόνο μία αμερικανίδα δημοσιογράφο και έναν γάλλο σκιτσογράφο: ρόλο de facto αρχισυντάκτη του Τύπου, αν όχι εισαγγελέα της ελεύθερης σκέψης γενικότερα, διεκδικούν συχνά τα σόσιαλ μίντια, ή τουλάχιστον η μερίδα εκείνη των χρηστών τους που φωνάζουν δυνατότερα και ακούγονται περισσότερο, σε όλες τις (θεωρητικά) πολιτισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ακόμη ένα κληροδότημα του τραμπισμού. Αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι πια «εδώ» και είναι καιρός να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας.