Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, τη «Μεσακτή» (εκδ. Μελάνι), ο 43χρονος Μάκης Μαλαφέκας παρακολουθεί τα παράξενα έργα ενός συγγραφέα, του Μιχάλη Κρόκου. Ο τελευταίος φεύγει κακήν κακώς από μια Αθήνα που ασφυκτιά από το Airbnb και την αυτοαναφορικότητα για να μεταβεί στη Μεσακτή της Ικαρίας. Εκεί θα γίνει μάρτυρας του νεοελληνικού κιτς και της «εναλλακτικούρας» της ετικέτας. Ανάμεσα σ' αυτά τα τείχη ξυπνά ένας αλλόκοτος έρωτας - εμμονή. Παράλληλα, ξεκινά η μια μικρή οδύσσεια του συγγραφέα, για να ξαναβρεί πτυχές του χαμένου εαυτού του.
Πότε αποφασίσατε να επιλέξετε τη μυθοπλασία ως μέσο έκφρασης; Για εσάς τι σημαίνει λογοτεχνία; Δεν ξέρω εάν ο όρος έχει παλιώσει πλέον...
Συνέβη μάλλον πολύ παλιά, όταν ο όρος ήταν ακόμα σε ευρεία χρήση, όποτε είμαστε καλυμμένοι. Δεν ξέρω... Εχω έτσι μια εντύπωση ότι το πράγμα ξεκίνησε με τις απόκριες. Μια φορά είχα ντυθεί καουμπόης και φυσικά μου άρεσε να σκοτώνω όλον τον κόσμο με τα εξάσφαιρα που είχα στη ζώνη μου, αυτά με τα κόκκινα καψούλια. Υστερα μεγάλωσα και δεν γινόταν πια να μεταμφιέζομαι. Κάπου εκεί πρέπει να αποφάσισα ότι θα φτιάχνω ιστορίες. Αργότερα, όταν πήγα στο Παρίσι, ήρθα σε επαφή με κάποια ενυπωσιακά κείμενα της γαλλικής autofiction του '90 και κατάλαβα ότι παρά τον μοντερνισμό της φόρμας είχαν κάτι το πολύ κλασικό: για μένα δεν απείχαν πολύ από τις πειρατικές ιστορίες του Στίβενσον σαν συναίσθημα. Με πήγαιναν πάλι πάνω σ' εκείνο το καράβι. Με άλλους όρους, αλλά στο ίδιο καράβι. Αυτό το πάντρεμα με ενδιαφέρει πολύ.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη «Μεσακτή»; Ποιο το υλικό που είχατε στα χέρια σας;
Το βασικό υλικό ήταν ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Μιχάλης Κρόκος, όπως είχε προκύψει από το προηγούμενο μυθιστόρημα. Το «Δε λες κουβέντα» ήταν ένα αθηναϊκό νουάρ με πολύ καύσωνα και σύγχρονη τέχνη, βιβλίο που έδωσε αυτόν τον alter ego χαρακτήρα. Αντιλήφθηκα ότι αυτός «έστεκε». Ολοι με ρωτούσαν ποιος είναι, τι κάνει, τι γίνεται μετά... Ο Κρόκος είχε μετατραπεί σε τρόπο κατανόησης και αφήγησης της δικής μου πραγματικότητας. Υστερα, όπως στο «Δε λες κουβέντα» είχα χρησιμοποιήσει την «Αθήνα» σχεδόν σαν πρόσωπο της ιστορίας, έτσι έκανα κι εδώ με μυθολογικές οντότητες όπως η «Ικαρία» και το «ελληνικό καλοκαίρι».
Ο Κρόκος είναι συγγραφέας που βρίσκεται στα όριά του και ψυχολογικά και οικονομικά. Στην Ικαρία μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια εκδοχή του «Σιωπηλού Μάρτυρα» του Χίτσκοκ. Πώς φτάνετε τον ήρωα σας εκεί;
Χαίρομαι που αναφέρετε αυτήν την ταινία γιατί η «Μεσακτή» είναι μεταξύ άλλων κι ένα ανοιχτό σχόλιο πάνω στον Χίτσκοκ. Για την ακρίβεια είναι ένα σχόλιο πάνω στο «Διχασμένο κορμί» του Ντε Πάλμα που είναι ένα σχόλιο πάνω στον Χίτσκοκ, οπότε είμαστε εδώ στο σχόλιο πάνω στο σχόλιο, στη διασκευή της διασκευής. Ο Κρόκος είναι παγιδευμένος μέσα στην κίνηση της αδράνειας, κάπου μεταξύ ανάγκης και παθητικότητας. Φτάνει στην Ικαρία κατά τύχη, χάρη στη γενναιοδωρία ενός φίλου, και βρίσκεται να παρακολουθεί τα «γεγονότα» από μακριά καθηλωμένος μπροστά σ' ένα τοπίο γνώριμο μαζί και αλλόκοτο. Αυτό που είναι δηλαδή σήμερα η Ελλάδα. Είμαστε ταυτόχρονα στο '50 του Χίτσκοκ, στο '80 του Ντε Πάλμα και στο 2018 του ελληνικού καλοκαιριού.
Μέσα από το μυθιστόρημα κάνετε κριτική στα κλισέ της ποπ κυρίαρχης κουλτούρας και πολλών αντίστοιχων της εναλλακτικής. Ποιες είναι οι γραμμές που τις διαχωρίζουν;
Ναι, η κυρίαρχη κουλτούρα και η λεγόμενη εναλλακτική συναντιούνται και εφαρμόζουν ακριβώς στο σημείο του κλισέ. Και ό,τι είναι κλισέ, είναι κατά βάθος το ίδιο. Το λούμπεν ελληνικό λάιφσταϊλ του '90 επιζεί και διαχέεται παντού, από την αισθητική των πρωινάδικων μέχρι τους φασαίους και τους εναλλακτικούς. Είναι η απόλυτη νεοελληνική νεύρωση του «νικητή», του «από πάνω» σε όλες τις πιθανές εκδοχές του: η έκφραση ενός συλλογικού συμπλέγματος ήττας και κατωτερότητας. Ο Κρόκος είναι φυσικά μέσα σε αυτό το πεδίο. Δεν μπορείς να φτιάξεις έναν «καθαρό» ήρωα. Το ζητούμενο είναι να τον κάνεις σχετικά διαυγή ως προς τη μη καθαρότητά του.
Σε ποιο βαθμό έχουν επηρεάσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την προσωπική εμπλοκή στον δημόσιο λόγο; Πιστεύετε ότι δημιουργούν παρόμοιους δεσμούς όπως στα παραδοσιακά κοινωνικά κινήματα, ή είναι και μια πλατφόρμα ελεγχόμενης εκτόνωσης και προσωπικών αντιπαραθέσεων;
Είναι όλα αυτά συγχρόνως, μέσα από πολλαπλούς παραμορφωτικούς καθρέφτες. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα στα ΜΚΔ είναι η συστηματική παραγωγή «μέσου όρου». Μια μέση άποψη, μια μέση αισθητική, και κυρίως μια μέση γλώσσα πράγμα που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό δεν είναι πρόβλημα όσων υπάρχουν ατομικά εκεί μέσα. Η ίδια η πλατφόρμα, η μηχανική της, παράγει μέσους όρους. Γιατί είναι ένα σύστημα αποδοχής και επιβράβευσης. Ακόμα και οι πιο πρωτότυπες θέσεις φτιασιδώνονται για να πατήσουν σωστά πάνω στην προκαθορισμένη φόρμα του εκάστοτε Μέσου, να «χωρέσουν». Ετσι, το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς αυτοσυγκράτησης - εξού και η περιρρέουσα επιθετικότητα.
Η πρόσφατη δικαστική απόφαση- σταθμός, απέδειξε πως η ΧΑ είναι μια εγκληματική οργάνωση. Με ποιους πολιτικούς τρόπους μπορούμε να απομονώσουμε τέτοια μορφώματα;
Ιστορική απόφαση και σωστή για πολλούς λόγους. Εγώ να σας πω, όμως, δεν περίμενα τη θεσμική οδό για να μάθω τι είναι η ΧΑ. Το ότι ήταν ποινικοί το ξέραμε ήδη από το '98 με την απόπειρα δολοφονίας του καλού μου φίλου, κι έναν καιρό γείτονά μου στο Παρίσι, Δημήτρη Κουσουρή. Οπως ήταν μια χαρά γνωστή η δράση τους όταν τους προσκαλούσαν τα κανάλια, όταν τους εκθείαζε κομμάτι του Τύπου ότι προστατεύουν γιαγιάδες κ.λπ., όταν τους χρηματοδοτούσε κομμάτι του ελληνικού κεφαλαίου πριν καν μπουν στη Βουλή. Η ΧΑ πάει φυλακή, όμως ο φασισμός σαν κοινωνικό φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται με δικαστικές αποφάσεις. Πρέπει να δούμε τον ντελιριακό μεγαλοϊδεατισμό τύπου «να πάρουμε την Πόλη» που είναι διάχυτος, τη σχέση μας με τους γειτονικούς λαούς που όλοι στο ελληνικό λεξιλόγιο έχουν χρήση βρισιάς - Αλβανός, Σκοπιανός, Βούλγαρος... Να ερευνήσουμε σοβαρά τη σχέση κράτους/παρακράτους στην Ελλάδα, να δούμε τις θέσεις της ΧΑ που εξακολουθούν να κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο, τη θεωρία της «πληθυσμιακής αντικατάστασης», και άλλα πολλά.
Ζούμε σε μια περίοδο όπου η βιοπολιτική έχει εγκατασταθεί στο κέντρο των εξελίξεων. Χώρες κλειδωμένες, δημόσιος χώρος σε αναβολή. Τι παρακαταθήκη αφήνει όλο αυτό;
Είναι ακριβώς εκεί, πράγματι, στο κέντρο της ίδιας της ζωής με σοβαρές αξιώσεις να την εκπροσωπήσει σε κάθε της έκφραση. Πιστεύω μάλιστα ότι πάντοτε εκεί ήταν, στο κέντρο, απλώς τώρα φαίνεται. Βγάζει μάτι. Δηλαδή τα γεγονότα είναι τώρα τόσο κραυγαλέα που σου επιτρέπουν να αντιληφθείς τη δυνατότητα άσκησης εξουσίας πάνω σου, να δεις με γυμνό μάτι τη διαρκή επέκταση των ορίων αυτής της εξουσίας πριν προλάβεις να την ενσωματώσεις, πριν ξεχαστείς και την ξεχάσεις. Εξού και η όλη φρίκη. Η παρακαταθήκη της βιοπολιτικής αυτής περιόδου φαίνεται να είναι βαθιά λογοτεχνική: βάζει το άτομο σε μια «φανταστική» συνθήκη που επικυρώνει αναπόφευκτα ολόκληρη τη μυθιστορηματική αφορμή του «φανταστικού»: ο Φίλιπ Ντικ υπάρχει στο σήμερα, ο Ρόμποκοπ είναι κάτω απ' το σπίτι σου, ο Κάφκα δεν σε κοιτάζει πια από τα ράφια αλλά απ' τον καθρέφτη του μπάνιου.
Πιστεύετε ότι η πολιτική γύρω από τα δικαιώματα, όπως η ατζέντα των φυλετικών ανισοτήτων ή του Μεταναστευτικού θα καθορίσουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς το επόμενο διάστημα ή η οικονομία και οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι το κύριο μέλημα;
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι κοινωνικοί συσχετισμοί καθορίζονται ούτως ή άλλως απ' την οικονομία. Οι φυλετικές ανισότητες, το Μεταναστευτικό, κ.λπ., είναι συμπτώματα του ευρύτερου οικονομικού ζητήματος εφόσον συνήθως έχουν να κάνουν με τη μοιρασιά κάποιας πίτας - από την πίτα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας με καταπιεσμένες πληθυσμιακές ομάδες, μέχρι την παγκόσμια πίτα. Οταν κάποιος τα αντιμετωπίζει αποκομμένα απ' τα πραγματικά τους αίτια, ρισκάρει να μην καταλάβει καν τι συμβαίνει γύρω του. Η πανδημία, όπως κάθε βαριά κρίση, θα φέρει κι έναν αγώνα διαχείρισης της μνήμης. Πώς θα τα θυμόμαστε όλα αυτά; Σαν μια ατομική δοκιμασία στην οποία «βρήκαμε τον εαυτό μας» όπως ακούγαμε στο πρώτο κύμα, που μάθαμε να μαγειρεύουμε νέες συνταγές και να γράφουμε ημερολόγια εγκλεισμού στα σόσιαλ, ή σαν μια περίοδο που τέθηκαν σοβαρά ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης, ύπαρξης του κράτους πρόνοιας, ουμανιστικού ή μη χαρακτήρα της κοινωνίας;
Ποια κείμενα και συγγραφείς σας επηρέασαν και γιατί;
Πρώτα και πάνω απ' όλα ο Σελίν, για την απίστευτη δουλειά του πάνω στην προφορικότητα, την απο-ηρωοποίηση του ήρωα. Ο Χέμινγουεϊ για την απλότητα των φράσεων, ειδικά στα διηγήματα. Ο Τσάντλερ, ο Φάντε, ο Μπουκόφσκι, για τη χρήση του πρώτου προσώπου που σπάει κόκκαλα... Αλλά και άλλα πράγματα, τα κόμικς, το cyberpunk... Σίγουρα δεν θα έγραφα με τον ίδιο τρόπο αν μικρός δεν διάβαζα τον «Τρίτο Δρόμο» του Ιωάννου, αν δεν άκουγα Τζίμη Πανούση, αν δεν αποστήθιζα διαλόγους του Σκορσέζε, κι αργότερα του Ταραντίνο, του Οικονομίδη... Ολα αυτά συνδέονται, συνδυάζονται από καιρό στο μυαλό μου και κάτι φτιάχνουν.