«Οπως φύλλα θα πέσουμε απ’ τα δέντρα∙/ την άνθηση και τον καρπό εργαστήκαμε/καλέσαμε τον άνεμο και τη βροχή/ το φως και της σκιάς το δίχτυ/ την πυρκαγιά να συγκρατήσει,/ στις εποχές εκθέσαμε τα μέτωπά μας./ Θλίψη καμιά. Ομως πολύ το πάθος/ της προσφοράς, η δύναμή μας αναλώθηκε νωρίς/ στα περίχωρα μείναμε». Η ποιήτρια Βικτώρια Θεοδώρου, που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 93 ετών, συνταίριαξε στην τέχνη της την προσωπική λιτότητα με το πολιτικό αίτημα της μετεμφυλιακής Ελλάδας χωρίς να μετατρέψει την ποίηση σε σύνθημα ή να την αναλώσει στην «επικαιρότητα». Ως παρακαταθήκη για να την ανακαλύψουν οι νεότεροι αναγνώστες αφήνει 12 ποιητικές συλλογές (με πρώτη το 1957), συγκεντρωτική έκδοση των οποίων κυκλοφορεί από τον «Γαβριηλίδη» (2008) και τις εκδόσεις «Διάττων» (2010). Η Θεοδώρου γεννήθηκε στα Χανιά το 1926, κόρη πλανόδιου αγιογράφου από τη Σερβία, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 15 πήρε μέρος στην Εθνική Aντίσταση. Το 1948 εκτοπίστηκε στη Χίο, το Τρίκερι και τη Μακρόνησο. Η κηδεία της γίνεται σήμερα στο Νεκροταφείο Ζωγράφου στις 15.00.