Ο ουρανός είχε αρχίσει να θολώνει, ο ήλιος να θαμπώνει κι η ατμόσφαιρα να μυρίζει καμένο. Στη βεράντα του σπιτιού, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το Μάτι, είχε μαζευτεί μια σκουρόχρωμη σκόνη. Στάχτη ήταν. Η τηλεόραση έλεγε για πυρκαγιά στην περιοχή. Είχε και πολλά μποφόρ εκείνη την ημέρα του Ιουλίου, συνεχίσαμε τη δουλειά μας με την ελπίδα να μη συμβούν τα χειρότερα – η ανάμνηση από τις πυρκαγιές της Ηλείας δεν είχε ακόμη ξεθωριάσει. Τα χειρότερα όμως είχαν ήδη συμβεί.

Μέχρι να βραδιάσει, άρχισαν οι συνεχείς ζωντανές μεταδόσεις από την τηλεόραση. Κι αυτό που κατέγραφαν, πέρα από την έκταση της πυρκαγιάς, ήταν ένα επικοινωνιακό αλαλούμ. Μιλούσαν στις κάμερες άνθρωποι απελπισμένοι που έψαχναν τους δικούς τους, που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, τα φλεγόμενα αυτοκίνητά τους, που δεν ήξεραν πού να πάνε. Επίσης σε ζωντανή μετάδοση, εκείνη η κυβερνητική σύσκεψη με τον πρωθυπουργό που επέστρεψε εκτάκτως από το εξωτερικό. Καταλαβαίναμε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Και συνεχίσαμε με την ελπίδα να μην υπάρχουν νεκροί – δεν είχε αναφερθεί τίποτα σε αυτή την κυβερνητική σύσκεψη που, εκ των υστέρων, αποδείχθηκε μια παρωδία εμπαιγμού. Διότι νεκροί ήδη υπήρχαν. Και μάλιστα πολλοί.

Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν να ανακοινώνονται νεκροί. Που, μετά, αυξάνονταν ώρα με την ώρα. Θυμάμαι μόνο εκείνα τα πλάνα με τους ανθρώπους που έπεσαν στη θάλασσα αγκαλιά με τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους μήπως και σωθούν. Σαν πίνακας του Ντελακρουά ήταν, δεν είχα ξαναδεί φωτογραφίες που να θυμίζουν τόσο τη «Σφαγή της Χίου». Θυμάμαι κι εκείνον τον πατέρα που έψαχνε απεγνωσμένα τα δίδυμα κορίτσια του και που, από ένα σημείο και μετά, καταλάβαινες ότι το μόνο που θα μπορούσε να βρει ήταν δύο παιδικά νεκρά κορμάκια. Από την επομένη άρχισαν να πυκνώνουν οι ειδήσεις, να συμπληρώνεται σιγά σιγά η εικόνα της φρίκης, αυτή που προσπάθησε να φλουτάρει η σύσκεψη – παρωδία. Το οικόπεδο του θανάτου, η οικογένεια Φύτρου, η Χρύσα Σπηλιώτη, αυτοί που έπρεπε να αναγνωρίσουν τα παιδιά, τους γονείς, τα αδέλφια τους από ένα κουβαράκι καμένης σάρκας, οι άνθρωποι που κάηκαν ζωντανοί.

Τεσσεράμισι χρόνια μετά, πάμε ακόμη «με του Κάτω Κόσμου το έγκαυμα στο χέρι». Οι μαρτυρίες στη δίκη κάνουν εικόνα αυτό που υπήρχε συγκεχυμένο στο μυαλό τους. Από τότε σκεφτόμουν τι σημαίνει να έχουν καεί ζωντανοί τα ανήλικα παιδιά και ο άντρας σου. Οταν άκουσα την κατάθεση της Βαρβάρας Βουκάκη, κατάλαβα ότι ήταν κάτι που δεν άντεχα να το μάθω. Εστω και ως εμπειρία τρίτου.

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»