Ηταν 6 Ιανουαρίου 2002 όταν οι συνδρομητές της «Boston Globe» αντίκρισαν τον τίτλο στο φύλλο ανά χείρας: «Η Εκκλησία επέτρεπε χρόνια κακοποίηση από ιερείς». Το μακροσκελές ρεπορτάζ υπέγραφε ο Μάικλ Ρεζέντες, μέλος της ερευνητικής ομάδας Spotlight. Κι εκείνη ήταν μόνο η αρχή. Η εφημερίδα δημοσίευσε συνολικά 600 άρθρα για το ζήτημα σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, ενώ κατηγορήθηκαν 249 ιερείς και μοναχοί στην Αρχιεπισκοπή της Βοστώνης. Η κοινότητα πλέον ήξερε – με την πλειονότητα να αποτελείται από καθολικούς αναγνώστες ιρλανδικής καταγωγής. Απέναντι στην αποκάλυψη κατέρρεε η τοπική eminence grise. Το σκάνδαλο ήταν συστημικό: η Εκκλησία συγκάλυπτε λύκους με προβειά μεταθέτοντάς τους σε άλλες ενορίες. Μεγάλα δικηγορικά γραφεία επιχειρούσαν να μετατρέψουν τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς σε κερδοφόρα επιχείρηση. Ο αρχιεπίσκοπος Βοστώνης, καρδινάλιος Μπέρναρντ Λο, παραιτήθηκε αναφέροντας: «Απολογούμαι σε όλους όσοι υπέφεραν από τις αβλεψίες και τα λάθη μου ικετεύοντας για συγχώρεση». Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ θα τον τοποθετήσει τελικά στη Σάντα Μαρία Ματζιόρε στη Ρώμη, ενώ η ομάδα Spotlight θα κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ.

Συγκλονιστική. Αποκαλυπτική. Σοκαριστική. Η πραγματική ενέργεια, ωστόσο, που έκρυβε η δημοσιογραφική κάλυψη βρισκόταν στις εφτά λέξεις του χαμηλόφωνου τίτλου. Κάθε μία από αυτές ήταν ακύρωση της εντυπωσιοθηρίας- η παγίδα στην οποία μπορεί να πέσει κανείς ακόμη και όταν έχει στα χέρια του αδιάσειστα στοιχεία. Ακόμη και όταν έχει μιλήσει με τα θύματα, έχει ακούσει το τραύμα και έχει δει τα δάκρυα να συγκρατούν μια ύπαρξη απ’ την κατάρρευση. Είναι σ’ αυτές τις στιγμές άλλωστε που οφείλει να επιβεβαιώσει την πίστη του στην καταγραφή των γεγονότων.

Την ταινία «Spotlight» («Ολα στο φως») του Τομ ΜακΚάρθι (2015) επικαλέστηκαν το τελευταίο διάστημα αρκετοί σημαιοφόροι στην εγχώρια καμπάνια ψηφιακού πανικού. Προφανώς είχαν ξεχάσει ότι το σασπένς προερχόταν απ’ τον τρόπο με τον οποίο οι δημοσιογράφοι κατέπνιγαν τους δαίμονες της υπερβολής επί ενάμιση χρόνο – όσο κράτησε η έρευνα πριν φτάσει στη σελιδοποίηση. Ο σκηνοθέτης δεν σχολίαζε τους χαρακτήρες του, βασισμένος στις αφηγήσεις των πραγματικών ρεπόρτερ. Με τις μαρτυρίες των θυμάτων δεν εκβίαζε το συναίσθημα, το οποίο έτσι κι αλλιώς είχε «ποτίσει» κάθε πλάνο πριν από τους τίτλους αρχής («Ούτε που ακούμπησα το παγωτό μου. Ελιωσε στο χέρι μου» λέει ο Πάτρικ όταν περιγράφει τα δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή της κακοποίησης). Το να προσομοιάζεις, λοιπόν, τα ριφλέξ της τηλοψίας (κιαροσκούρα σκηνή, μουσική με τύμπανα) και των ελληνικών ταμπλόιντ στην κουλτούρα ερευνητικού ρεπορτάζ είναι τουλάχιστον παράδοξο. Σαν να συγκρίνεις δακρύβρεχτο tweet με ανταπόκριση του Χεμινγουέι.

Η ιστορία της ομάδας Spotlight και η ταινία αποτελούν, στην πραγματικότητα, την απόλυτη αντίστιξη στις φαντασιώσεις των απανταχού «τιμωρών». Η καμπάνια εδώ είναι στρωμένη με πρωτοσέλιδους ρύπους, αναρτήσεις που η μία σβήνει την προηγούμενη ενόψει εξωδίκων, «καταγγελίες» που κοχλάζουν στο σκοτεινό Διαδίκτυο αποφεύγοντας τη νομική οδό.  Βαφτίζεται «πληροφορία», αλλά είναι η τοξική ουσία που δηλητηριάζει τον δημόσιο λόγο και απειλεί να καταπνίξει τις φωνές των θυμάτων. Ακόμη κι αυτός, ο νέος αυριανισμός της ψηφιακής αρένας και του hashtag, αναγνωρίζει την καταγωγική μήτρα απ’ την οποία εκπορεύεται. Εκείνη που γέννησε τον καταγγελτικό κιτρινισμό, την άνευ αποδείξεων «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία που εκκρίνει ως υποσύστημα το δόγμα του ηθικού πλεονεκτήματος. Ο αυριανισμός που αποτάσσεται με δάκρυα ευσεβισμού τη διαπόμπευση και την ίδια στιγμή μιμείται τους αρχαϊκούς κανόνες της. Κάποιοι θα έχουν τον ρόλο των «αδιάφθορων». Οι «άλλοι» θα είναι το έγκλημα. Τα άμωμα κι αμόλυντα πληκτρολόγια θα μεταδώσουν το μήνυμα. Οι «άλλοι» θα ονομαστούν έως και βοθροκάναλα.

Αλήθεια και κόλαση

Στο τέλος του «Spotlight» μία σκηνή δείχνει τα χιλιάδες αντίτυπα του επίμαχου φύλλου να κυλάνε από τα πιεστήρια. Με το καδράρισμά του ο σκηνοθέτης υποδεικνύει το προφανές: η αλήθεια βγαίνει από την κόλαση. Θα τραυματίσει πολλούς, αλλά πρέπει να αποκαλυφθεί. Η τελευταία εβδομάδα έδειξε το αντίθετο στην ελληνική περίπτωση: η κόλαση πρέπει να ξεχυθεί από μια κατασκευασμένη «αλήθεια». Ακόμη και αν μπουν στο κάδρο οι δομές των ασυνόδευτων προσφύγων. Υπάρχει και ένα ακόμη στιγμιότυπο. Οταν οι δημοσιογράφοι συναντιούνται στο γραφείο του διευθυντή τους, Μάρτι Μπάρον, λίγο πριν από την τελική έκδοση, εκείνος κοιτάζει το κείμενο και διαγράφει λέξεις. Ποιες λέξεις; «Επίθετα» μουρμουρίζει. Την εποχή που οι αναρτήσεις της φιλοπτώχου, ζαχαρωμένης ευαισθησίας υποκαθιστούν τις πληροφορίες και ο λόγος του μίσους τη μαρτυρία, η διαγραφή επιθέτων συνεχίζει να είναι το άγιο δισκοπότηρο της δημοσιογραφίας.

Ενας από τους ανθρώπους που έγινε στόχος του πρωτόγονου αυριανισμού επέμεινε να τον αναλύει με όρους πολιτισμικούς. Η αποστροφή του Μάνου Χατζιδάκι στο Καλλιμάρμαρο (7 Σεπτεμβρίου 1987) έχει διαρκή αντήχηση. «Η φυλλάδα που ισχυρίζεται ότι προστατεύει τη δημοκρατία όσο είναι δυνατόν να την προστατεύει ένα τρωκτικό της, αποκομίζει κέρδη κολακεύοντας την αγραμματοσύνη και την ασημαντότητα σαν άλλη αγία Αθανασία του Αιγάλεω». Προκαλεί θλίψη, αλλά 34 χρόνια μετά η ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου δεν συνιστά αναχρονισμό. Απλώς η φυλλάδα πουλιέται και στο Ιντερνετ.