Το 2003, μετά τις Πανελλήνιες, όπως ένα κάρο κορίτσια της ηλικίας μου κι ύστερα, γιόρτασα την ενηλικίωσή μου κάνοντας τατουάζ αστέρια στο πόδι μου. Μετά πήγα διακοπές με φίλους στην Κρήτη και γνώρισα ένα αγόρι στο καράβι που το ερωτεύτηκα για περίπου 8 ώρες και το ξέχασα το επόμενο μεσημέρι. Φορούσα συνέχεια ένα ροζ τζιν και πάνινα αθλητικά κι ένα μικρό μαγιό ριγέ με κορδονάκια. Ηθελα να πάω στη Θεσσαλονίκη. Πήγα. Νόμιζα η ζωή θα είναι πάντα έτσι.

Το 1944, λίγο μετά τις εξετάσεις του απολυτηρίου της, η Σιμόν μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της μεταφέρθηκαν με τρένο στην Πολωνία, στο Αουσβιτς, όπου της έκαναν τατουάζ τον αριθμό 78651 στο χέρι της και της πήραν τα περισσότερα προσωπικά της αντικείμενα. Μια φίλη της είχε μαζί ένα μπουκάλι άρωμα Lanvin και την ψέκασε πριν το παραδώσει στους άντρες με τις στολές. Τους έκοψαν τα μαλλιά, τους φόρεσαν τις ίδιες φρικτές ρόμπες. Κάποιοι άλλοι τους σφύριξαν να πουν πως έχουν κλείσει τα 18, δεν κατάλαβε γιατί, όπως δεν ήξερε τι είναι οι καπνοί που είδε να βγαίνουν. «Μας αφαίρεσαν κάθε προσωπικότητα, την ταυτότητά μας». Μετά μπάνιο, τρίψιμο, απολύμανση, γυμνά γυναικεία σώματα στοιβαγμένα σε άθλιες τρύπες να τα παρατηρούν. «Από τότε δεν άντεξα ξανά τη γύμνια, ούτε καν να στέκομαι σε ουρές με πολύ κόσμο». Δεν υπήρχαν ονόματα και δεν υπήρχαν όνειρα και δεν υπήρχε ζωή, αλλά αύριο και μεθαύριο, υπήρχε, δηλαδή, μονάχα επιβίωση. Λίγο καιρό μετά στη Γερμανία, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, είδε τη μητέρα της να σβήνει από τον τύφο. «Δεν έκλαψα ποτέ εκεί. Δεν χωρούσε σε δάκρυα».

Η Σιμόν έζησε. Εγινε δικηγόρος. Θα μπορούσε να σιχαθεί κάθε εξουσία, κάθε επιβολή, καθετί που βάζει στον άνθρωπο όρια και καλούπι αλλά έκανε κάτι πιο χρήσιμο. Η Σιμόν κατάλαβε, δεν ξέρω πόσο συνειδητά, πάντως το έμαθε από πρώτο χέρι, πως κάθε μορφή εξουσίας, κάθε κοινωνική οργάνωση, ασχολείται και ορίζει και οριοθετεί το τι κάνω με το σώμα μου. Το θέμα είναι λοιπόν τι εξουσία έχεις και τι εξουσία θέλεις. Μπήκε στην κρατική μηχανή κι έδωσε μερικές από τις μεγαλύτερες, τις πιο δύσκολες, τις πιο ουσιαστικές μάχες για τα σώματα των ανθρώπων και, κυρίως, για τα σώματα που έζησε να εξουσιάζονται μαζί με το δικό της από άντρες με στολές και εξουσία: για τις γυναίκες.

Η Σιμόν πάλεψε πρώτα πρώτα για τις φυλακισμένες ώσπου να νομοθετηθούν καλύτερες συνθήκες ζωής στα γυναικεία σωφρονιστικά ιδρύματα. Μετά για τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, κι από επιλογή πια, όχι μόνο λόγω του πολέμου. Και μετά για τα αναπαραγωγικά όργανά μας, τα σύμβολα της αγιοποίησης και της καταπίεσής μας (ναι, ταυτόχρονα, ακόμη, πάντα). Στάθηκε αυστηρή και ήρεμη μπροστά στην Εθνοσυνέλευση, κι άκουσε συναδέλφους της, εκλεκτά μέλη της αντιπροσωπείας του έθνους του μπούστου της Μαριάν, της ΜπεΜπε και της Κατρίν στην «Ωραία της ημέρας», να της λένε, χωρίς να φοβούνται να την κοιτάξουν στα μάτια, τριάντα χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από το στρατόπεδο της κλινικής εξέτασης της γύμνιας της, πως με τη νομιμοποίηση της άμβλωσης θα είναι σαν να βάζει η ίδια μωρά στον θάλαμο των αερίων. Μιλούσαν για θάνατο, έλεγαν βρωμιές για την ίδια και την οικογένειά της, ενώ οι νηφάλιοι «αντεπετίθεντο» με άδειες εξουσιαστικές – αντιεξουσιαστικές παράτες για το αν και πόσο και πότε ενδιαφέρει το κράτος τι κάνουν οι άνθρωποι «στο κρεβάτι τους» (το οποίο πάντα, μη γελιέστε, πάντα, σημαίνει «το σώμα τους»).

«Θα σας πω τι σκεφτόμαστε οι γυναίκες και απολογούμαι που το κάνω σε μια Ολομέλεια αποτελούμενη σχεδόν αποκλειστικά από άντρες: καμία γυναίκα δεν κάνει έκτρωση για πλάκα». Η Σιμόν νίκησε, ο νόμος της έγινε σημείο αναφοράς, η Σιμόν μεγάλωσε, προήδρευσε πολλών αντρών στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου, έδωσε την προσοχή της στους οροθετικούς συνανθρώπους μας και σε όλους όσοι χρειάστηκαν κάποιον που να ξέρει, που μπορεί να ξέρει, πως είναι να εξουσιάζουν το κορμί σου.

Την έλεγαν Σιμόν Βέιλ και την Κυριακή το σώμα της, αυτό που πάνω του γράφτηκε όλη η σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία, μεταφέρθηκε στο Πάνθεον στο Παρίσι, στον πιο λαμπρό τάφο ενός έθνους που θέλει τους ήρωές του άντρες και τις γυναίκες του σύμβολα. Οπως πολλοί άλλωστε.

Είναι 2018, καλοκαίρι, και η ζωή δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο ελεύθερη όσο έμοιαζε εκείνο το καλοκαίρι του 2003, της ξενοιασιάς και των μακροπρόθεσμων σχεδίων. Και συζητάμε ακόμη για τις εκτρώσεις μας και τα κρεβάτια μας και τους ομοφυλόφιλους, τους τρανς, τους πρόσφυγες και ποιου κυρίου είναι η κυρία και ποιον προκαλεί και ποιον σκανδαλίζει τι με την ίδια υποκρισία και ασχολούμαστε με υπουργούς μασκαρεμένους με στολές και αστειάκια με γραβάτες. Επιβιώνουμε πάντως. Ηταν πολύ συγκινητική η τελετή στο Πάνθεον.

(Πού να ‘χω άραγε εκείνο το ροζ τζιν;)

Lanvin στο Αουσβιτς

Μετά το σχολείο, αντί να γιορτάζει το μπακαλορεά και να σχεδιάζει ταξίδια και χορούς και να μάθει πώς είναι να είσαι γυναίκα με κρυφούς και φανερούς και ανολοκλήρωτους έρωτες, η 17χρονη Σιμόν βρέθηκε στο Αουσβιτς όπου της πήραν τα μαλλιά της, τα φορέματά της και το όνομά της. Ηταν η αριθμός 78651. Καθώς παρέδιδαν τα προσωπικά τους αντικείμενα μια φίλη της την ψέκασε με ένα άρωμα Lanvin που είχε στη βαλίτσα της. Λένε ότι οι μυρωδιές δημιουργούν εύκολα μνήμες. Αν την είχα μπροστά μου θα τη ρωτούσα αν το ξαναμύρισε ποτέ.