Η Ελλάδα πήρε μια συμφωνία για το χρέος που ξεκαθαρίζει τον ορίζοντα στο μέτωπο της βιωσιμότητάς του για τα επόμενα 15 χρόνια και ελπίζει ότι αυτή θα δώσει ένα θετικό μήνυμα στις αγορές, κάτι το οποίο θα κριθεί σε βάθος χρόνου και όχι τώρα. Η συμφωνία προσφέρει στον Πρωθυπουργό περιθώρια πολιτικών ελιγμών αλλά δεν μετριάζει τις αρνητικές εντυπώσεις από τη βαριά πολυετή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας την οποία σφραγίζει και από τους σκληρούς όρους που τη συνοδεύουν και αφορούν την εφαρμογή όλων των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί με το τρίτο Μνημόνιο και δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Μεταξύ αυτών, οι περικοπές στις συντάξεις το 2019, η μείωση του αφορολογήτου το 2020, η επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων για τα κόκκινα δάνεια, η υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων μεγάλων ΔΕΚΟ αλλά και οι νέες διαδοχικές αυξήσεις των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων το 2019 και το 2020. Και πάνω από όλα η δέσμευση για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ που μονιμοποιεί τις πολιτικές λιτότητας.

Τις επόμενες μέρες θα φανεί, μάλιστα, αν το ντιλ για το χρέος αποτέλεσε μέρος μιας μεγαλύτερης συμφωνίας της κυβέρνησης (κυρίως) με τη Γερμανία με επίκεντρο το Προσφυγικό, δεδομένων των γνωστών επιδιώξεων του Βερολίνου για επαναπροώθηση προσφύγων στις χώρες πρώτης εισαγωγής τους την ώρα που έχει ήδη επιτευχθεί η συμφωνία των Πρεσπών. Η αυριανή μίνι σύνοδος κορυφής για το Μεταναστευτικό θα δώσει ένα πρώτο στίγμα. Σε κάθε περίπτωση ο τελικός λογαριασμός θα γίνει στο τέλος της ημέρας και αφού μπουν στη ζυγαριά τα «κέρδη» και οι «ζημιές» από τα τρία μεγάλα καυτά εθνικά μέτωπα που διαχειρίζεται η κυβέρνηση: Το νέο πλαίσιο σκληρής επιτήρησης που συνοδεύει την επιμήκυνση του χρέους, το Μακεδονικό και το Προσφυγικό.

Στο σκηνικό αυτό οι αποφάσεις του Eurogroup δεν αποκλείεται να επιταχύνουν τις πολιτικές εξελίξεις στον βαθμό που ο Πρωθυπουργός κρίνει ότι η δεκαετής επιμήκυνση του χρέους αποτελεί προεκλογικό χαρτί σε μια συγκυρία κατά την οποία δέχεται ισχυρές εσωκομματικές αντιδράσεις για τις δεσμεύσεις στην οικονομική πολιτική που έχουν αναληφθεί προς τους δανειστές. Και αυτό, την ίδια ώρα που η συμφωνία με τα Σκόπια προκαλεί αναταράξεις απρόβλεπτης κατάληξης στη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και έχει αρνητικό αντίκτυπο στις δημοσκοπικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, αν για την κυβέρνηση ο πολιτικός απολογισμός των έως τώρα χειρισμών της πρόκειται να γίνει τους προσεχείς μήνες, στην ελληνική οικονομία θα γίνει σταδιακά μέσα τα επόμενα χρόνια όταν θα φανούν οι επιπτώσεις των επερχόμενων νέων υφεσιακών μέτρων. Διότι, όσο αβέβαιη είναι η θετική επίδραση της επιμήκυνσης του χρέους στη στάση των αγορών, άλλο τόσο βέβαιη είναι η αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη από τις νέες περικοπές και τη συνέχισης της υπερφορολόγησης που επιβάλλουν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Η Ελλάδα, όπως μαρτυρούν οι προβλέψεις των κειμένων της συμφωνίας του Eurogroup, δεν θα παρουσιάσει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% την επόμενη πενταετία. Θα βρίσκεται παγιδευμένη μεταξύ στασιμότητας και ασθενικής ανάπτυξης. Σε μια κατάσταση, δηλαδή, που θα υπονομεύει διαρκώς την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους απειλώντας να ακυρώσει μεσοπρόθεσμα την όποια ανταπόκριση βρει στις αγορές η τωρινή συμφωνία, αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί τελικά.