Οι ελληνικές κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τις σχέσεις με την Τουρκία κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο κινήθηκαν, ανεξαρτήτως ιδεολογικής αναφοράς, πάνω σε ένα κρίσιμο ερώτημα ή δίπολο επιλογών: επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών ή διαιώνισή τους; Ειλικρινείς υποστηρικτές της πρώτης επιλογής και εμφορούμενοι από μια «κουλτούρα επίλυσης» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης υπήρξαν τρεις πρωθυπουργοί διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κωνσταντίνος Σημίτης.

Η στρατηγική του Ελσίνκι, την οποία εμπνεύστηκε και δρομολόγησε η κυβέρνηση Σημίτη στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δεν αποτελούσε παρά τη συνέχεια μιας στρατηγικής που επιχείρησε πρώτος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 υπό εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς, περιφερειακές και εσωτερικές συνθήκες. Πιστεύοντας ότι στις σχέσεις με τη Τουρκία «είναι καλύτερο να επιδιώκεις μια ατελή λύση σήμερα από το να αναμένεις την τέλεια λύση αύριο», κατέδειξε ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας αλλά υπέρ εκείνου που θέτει συνεχείς αμφισβητήσεις. δρομολόγησε έτσι μια συγκροτημένη διαδικασία διαπραγματεύσεων με την Τουρκία που δεν περιορίζονταν στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, αλλά αφορούσε το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών, σημειώνοντας ταυτόχρονα τη σημασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας τον Μάρτιο του 2004 βρισκόταν στον αντίποδα της «κουλτούρας επίλυσης» όχι μόνο του Κώστα Σημίτη αλλά και του ίδιου του ιδρυτή της παράταξης Κωνσταντίνου Καραμανλή. Προκειμένου να μην αναλάβει το πολιτικό κόστος του συμβιβασμού στον οποίο θα οδηγούσε ο προβλεπόμενος από το Ελσίνκι διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και αφού «προειδοποίησε» –μέσα από διάφορα άλματα λογικής –για τα αρνητικά τετελεσμένα που υποχρεωτικά προοιωνίζονταν οι αποφάσεις του Ελσίνκι, η «νεο-καραμανλική» στρατηγική έναντι της Τουρκίας υιοθέτησε «την πολιτική της μη πολιτικής που όμως αποτελεί πολιτική» (κατά δήλωση αξιωματούχου της τότε κυβέρνησης), απελευθερώνοντας την Τουρκία από τις δεσμεύσεις της να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα υπό την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Σε αντίθεση με τις προβλέψεις ή/και τις προσδοκίες της «νεο-καραμανλικής» στρατηγικής της αδράνειας και της αναβλητικότητας, η απαξίωση της στρατηγικής του Ελσίνκι επανέφερε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο δύσκολο και εν πολλοίς απρόβλεπτο διμερές πλαίσιο, ακύρωσε κάθε κίνητρο της Τουρκίας να επιδιώξει την επίλυση των διαφορών της και οδήγησε την Ελλάδα στην απώλεια ευρωπαϊκών θεσμικών αντιβάρων όσον αφορά τον έλεγχο της εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Η ΕΕ εισήλθε σε μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη κρίση, ενώ εντάθηκε η διολίσθηση της Τουρκίας προς τον εθνικισμό και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό και την απομόνωση στο εξωτερικό. Ο χρόνος –αποδεδειγμένα πλέον –λειτουργεί εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Η πραγματικότητα αυτή δυστυχώς δεν αλλάζει, είτε η «νεο-καραμανλική» στρατηγική της ακινησίας έναντι της Τουρκίας μετονομαστεί σε «ενεργή στρατηγική του status quo» –όπως πρόσφατα επιχείρησε υπό καθεστώς ανωνυμίας μέσα από τις σελίδες της ναυαρχίδας της συντηρητικής παράταξης παλαιός έμπειρος διπλωμάτης –είτε υποστηριχθεί ότι «ευτυχώς» ακολουθείται και από τη σημερινή κυβέρνηση.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου