Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί με σκοπό να κατανοηθεί το φαινόμενο του αναγνωστικού εθισμού που προκαλούν παγκοσμίως τα σκανδιναβικά νουάρ. Μα τα αποτελέσματα των ερευνών είναι πενιχρά, πέρα από κάποια προφανή στοιχεία. Αν και δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για φαινόμενο, αφού μας απασχολεί μαζικά πάνω από μία δεκαετία. Η διάρκειά του οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη συχνή και επαρκή ανανέωση των συγγραφέων, όπως και στην υιοθέτηση κωδίκων συμπεριφοράς ενός άμεσα μεταβαλλόμενου οικονομικοπολιτικού περιβάλλοντος. Το σίγουρο είναι πως οι καλύτεροι αστυνομικοί συγγραφείς του ευρωπαϊκού Βορρά είναι εκείνοι που μπορούν να εισχωρήσουν στα αθέατα στρώματα των κοινωνιών τους, να εξερευνήσουν την κάτοψη των δομών και να δημιουργήσουν χαρακτήρες που αντιστοιχούν στην αληθοφάνεια του καθημερινού τρόμου.

Αύρα μεσογειακής γοητείας

Ο Γενς Λαπίντους, μάχιμος δικηγόρος για πολλά χρόνια (τώρα ζει αποκλειστικά από τα βιβλία που εκδίδει), εργάστηκε μέχρι πρόσφατα ως συνήγορος υπεράσπισης ανθρώπων που βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο. Συμμετέχει ακόμη και σήμερα στον αγώνα κατά των παράλογα μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης που συνοδεύονται από απομόνωση και απαγόρευση επισκέψεων. Είναι μόλις 43 χρόνων, αεικίνητος και διαθέτει μια αύρα μεσογειακής γοητείας. Πριν από λίγο καιρό επισκέφθηκε την πρωτεύουσα, προσκεκλημένος του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών. Στην κουβέντα που ακολούθησε μας είπε σχετικά: «Ηδη από τις αρχές του 2017, έχω απομακρυνθεί από την ενεργό δικηγορία και ζω από τα βιβλία μου. Διαβάζω μετά μανίας αμερικανούς και άγγλους συγγραφείς. Ξεχωρίζω ιδιαίτερα τον Ντέιβιντ Πις (σ.σ.: στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Τόπος τα εξής βιβλία του: «Καταραμένη ομάδα», «Τόκιο έτος μηδέν» και «Κατεχόμενη πόλη»). Λόγω της επαγγελματικής μου απασχόλησης, οπτικοποιώ άμεσα τις καταστάσεις κι έχω έναν ρεαλιστικό τρόπο γραφής που δεν υπακούει κατ’ ανάγκη στους κανόνες της πιστής αναπαράστασης. Βλέπω πολλών ειδών τηλεοπτικές σειρές κι αυτά που θέλω να βελτιώσω στη νέα μου τριλογία είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά του αντιήρωα και η ποιότητα της πλοκής μου».

Η πρώτη τριλογία

Ενας συγγραφέας που μεγάλωσε στη σκιά των επιδραστικών πενών της Σουηδίας αναδείχθηκε στο προσκήνιο αργά και σταθερά διότι κατάφερε να διαφοροποιηθεί αρκετά από άλλους. Αυτό φάνηκε ώς έναν βαθμό από την πρώτη του τριλογία με τον γενικό τίτλο «Στοκχόλμη νουάρ» (με τα βιβλία «Εύκολο χρήμα», «Μη μασάς» και «Μεγάλη ζωή», από τις εκδόσεις Ψυχογιός) και αρχίζει να μορφοποιείται με τη δεύτερη, η οποία έχει τον τίτλο «Τέντι και Εμελι» και περιλαμβάνει μέχρι στιγμής τα μυθιστορήματα «Αίθουσα VIP» και «Στοκχόλμη» (Μεταίχμιο). Ο Λαπίντους πέρασε τη διαχωριστική γραμμή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του ντετέκτιβ και έδωσε τον λόγο στους παρανόμους. Ο ίδιος αναφέρει: «Στη Σουηδία αρκεί ένας φόνος για να ανατρέψει τον εφησυχασμό μας. Το έγκλημα στα μέρη μας είναι σχεδόν αόρατο. Γι’ αυτό, όταν βγαίνει στην επιφάνεια, είναι πολύ σκληρό».

Η μυρωδιά των εθισμών

Στη «Στοκχόλμη» η νεαρή δικηγόρος Εμελι, συνεπικουρούμενη από τον προσφάτως αποφυλακισθέντα Τέντι, θα αναλάβει να εξιχνιάσει ένα δαιδαλώδες έγκλημα που περιλαμβάνει φθόνο, μειονότητες, κατεστραμμένες οικογενειακές σχέσεις, αλισβερίσι μαφιών, διπρόσωπες επιδιώξεις. Η κάθαρση μοιάζει με τραγική ειρωνεία. Αν κάτι θυμίζει Ελρόι, αυτό έχει να κάνει με τη δομική διάρθρωση του αφηγηματικού οικοδομήματος. Μια εκτεταμένη διάταξη αλληλεξαρτημένων σχέσεων που είναι δεμένες είτε με όρκους αίματος είτε με ανεπίλυτες ενοχές. Τα μέλη των μειονοτικών κοινοτήτων, των οργανώσεων και των διωκτικών Αρχών μιλούν αυθεντικά και έχουν ύφος που ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτήρα τους. Ο Λαπίντους γνωρίζει τον κόσμο τους και οργανώνει τους ρόλους με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μοιράζονται μαζί μας τη μυρωδιά των εθισμών και των σκοτεινών διαθέσεών τους. Ο συγγραφέας εξηγεί: «Η γλώσσα που χρησιμοποιώ στη «Στοκχόλμη» είναι ένας συνδυασμός ιδιωματισμών του δρόμου (που προέρχονται από τα γκέτο κυρίως) και του νέου λεξιλογίου των πόλεων. Η γλώσσα αντικατοπτρίζει την ίδια την ιστορία. Οι χαρακτήρες μου δρουν πρώτα και σκέφτονται έπειτα. Ωθούν τις καταστάσεις στα άκρα. Για να μπορέσω να κατασκευάσω πειστικά τους ήρωές μου, έχω περάσει ατελείωτες ώρες ακούγοντας απομαγνητοφωνήσεις καταθέσεων στην αστυνομία. Αρχικά ήταν λόγω επαγγελματικής ανάγκης. Στη συνέχεια διαπίστωσα ότι η εξονυχιστική μελέτη των απομαγνητοφωνήσεων μου δίνει ένα τρομερό συγγραφικό υλικό. Κατάλαβα τη ρουτίνα του εγκλήματος. Το σχέδιο, την προετοιμασία, τις εργατοώρες, όπως ακριβώς και σε μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά».