Πώς θα μας φαινόταν σήμερα αν διαβάζαμε την επιστολή ενός ονομαστού φιλολόγου, του Αριστόξενου Σκιαδά, για παράδειγμα, γραμμένη στις 23 Απριλίου του 1967, δύο μέρες δηλαδή μετά την επιβολή του απριλιανού πραξικοπήματος, ενώ δεν θα γινόταν καμιά απολύτως μνεία του μέσα στην επιστολή αυτή; Θα μας έκανε, φαντάζεται κανείς, τόση εντύπωση όσο η επιστολή του Ιωάννη Συκουτρή προς τη μαθήτριά του Μαρία Κακισοπούλου, γραμμένη στη Μυτιλήνη, στον Μόλυβο, στις 6 Αυγούστου του 1936, δύο μέρες αφότου είχε εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του Μεταξά. Πολύ περισσότερο αν η επιστολή του Αριστόξενου Σκιαδά ήταν τόσο γλαφυρή και ουσιαστική όσο η επιστολή του Συκουτρή, ώστε θα έπρεπε να μεσολαβήσουν ογδόντα χρόνια για να συλλογιστούμε πως όσο βάραινε ενδεχομένως η αποπνικτική ατμόσφαιρα της δικτατορίας άλλο τόσο μετρούσανε για τη ζωή των ανθρώπων –και μάλιστα ανθρώπων προικισμένων με εντελώς ξεχωριστή ευαισθησία –κάποιας ιδιωτικής σημασίας περιστατικά.

Τρυφερότητα

Γράφει λοιπόν ο Συκουτρής στις 6 Αυγούστου του 1936 στη Μαρία Κακισοπούλου: «Κατασταλάξαμε στο Μόλυβο, την αρχαία Μήθυμνα, μια μικρή, καστροστεφανωμένη πολίχνη 3.000 κατοίκων στο βορειότατον άκρον της Λέσβου, χτισμένη ψηλά επί ακρωτηρίου (5′ από το σπίτι μας είναι η θάλασσα), με θαυμασίαν αμμουδιά, αμπέλια και κήπους. Επιάσαμ’ ένα σπιτάκι με 3 δωμάτια και κουζίνα, απομονωμένο, επιπλωμένο πολύ νοικοκυρεμένα –μόνο που κρεβάτια πολλά δεν έχει, και έτσι χρησιμοποιούμε καναπέδες αρκετά σκληρούς». Και συνεχίζει στην ίδια επιστολή: «Εχω τον τελευταίο αυτό καιρό τόσην ανάγκην από τρυφερότητα και καλωσύνη, που παθαίνω ό,τι παθαίνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος: ζει τόσον έντονα τις ευτυχισμένες στιγμές, ώστε αρχίζει να αγωνιά αν ύστερα από τέτιες στιγμές θα έχη τη δύναμη να βαστάζη τη ζωή –να έτσι όπως το φως από ένα λυχνάρι κάνει πυκνότερο το σκοτάδι γύρω του».

Αν θα χαρακτήριζε κανείς ως συνταρακτικά τα αποσπάσματα αυτά της επιστολής του Ιωάννη Συκουτρή, πρόκειται για κάτι το κοινότοπο, αφού ως συγκλονιστικό εκτιμάται το σύνολο των επιστολών που περιέχονται στον τόμο «Με φιλίαν παντοτινήν και άδολην» που εξεδόθη πριν από μερικούς μήνες με φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο της Ελένης Ράμφου και εισαγωγή του Γεωργίου Α. Χριστοδούλου. Πρόκειται για μια εργασία που συγκινεί βαθύτατα και διαβάζεται απνευστί, έστω και αν το μόνο που θα γνώριζε κανείς για τον Συκουτρή είναι ότι υπήρξε ο μεταφραστής του «Συμποσίου» του Πλάτωνος. Οσο και αν με τις επιστολές αυτές κατατοπιζόμαστε πάνω σε καθέκαστα σχετικά με την εργασιακή, οικογενειακή, φιλική αλλά και εντελώς εσωτερική συνθήκη ενός σπουδαίου δημιουργού, χρειάζεται πάντα ένα χρονικό διάστημα ώστε η συνθήκη αυτή –φτάνει να έχει καταγραφεί –να λάμψει ως ένα αυτόνομο έργο τέχνης. Ισότιμο μάλιστα με το συντελεσμένο, πνευματικά ή καλλιτεχνικά, έργο του δημιουργού που η ζωή του με τις επιστολές αυτές σήμερα φιλτράρεται σαν μέσα από ένα αγαθό αλλά και σκληρό ταυτόχρονα μικροσκόπιο.

Σαράντα ουσιαστικά επιστολές γραμμένες από τις 16 Ιουλίου του 1933 ώς τα τέλη Αυγούστου του 1937 –επιπλέον γραμμένες μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες –και σταλμένες στις Αγλαΐα Φακάλου, Μαρία Κακισοπούλου, Μαρίκα Στρομπούλη και Ηρώ Κορμπέτη που υπήρξαν μαθήτριες του Συκουτρή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, περικλείουν ζητήματα και ανακινούν καταστάσεις τόσο καθολικές, που μόνο μια βαθιά ποιητική αίσθηση της ζωής μαζί με την πολύτιμη φιλολογική τεκμηρίωση θα μπορούσαν να τις αναστήσουν –όπως συμβαίνει στην παρούσα έκδοση. Δυσκολεύεται να αποφανθεί κανείς αν είναι τελικά τα ογδόντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στο γράψιμο των επιστολών και τη δημοσίευσή τους ώστε να ηχούν ως βαρυσήμαντα περιστατικά που, καθώς συντελούνταν, θα περνούσαν απαρατήρητα ή περικλείουν ένα νόημα που χρειαζόταν το διάστημα αυτό για να αποκαλυφθεί.

Γραμμένες, όπως ήδη σημειώσαμε, οι επιστολές προς τις μαθήτριές του τους καλοκαιρινούς μήνες (τρεις μόνο είναι γραμμένες τον Νοέμβριο του 1935 στο Ξυλόκαστρο), θα συμπέραινε κανείς πως οι αποδράσεις αυτές του Συκουτρή, είτε επρόκειτο για τις Ράχες της Ικαρίας, τον Ναγό της Χίου ή τον Μόλυβο της Μυτιλήνης, γίνονταν κυρίως για να «συγκεντρωθεί» και να δουλέψει σε συνδυασμό με τη θέα της θάλασσας, καθώς «…απρόσωπη και μονότονη καθώς είναι, είναι το ιδεώδες φόντο για να προβάλλει στη σκηνή ό,τι ζει μέσα σου. Σου χαρίζει τη γαλήνη, την εξωτερική απομόνωση, τη νοσταλγική διάθεση της ψυχής, που χρειάζεται για να πάρουν μορφή και λαλιά όσες σκέψεις και μορφές θα αναπολήσεις». Μπορεί να δουλεύει πυρετωδώς από τις έξι το πρωί ώσπου να σκοτεινιάσει –με μια μικρή διακοπή για μεσημεριανό ύπνο -, άλλοτε γράφοντας την εισαγωγή στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, άλλοτε κάνοντας διορθώσεις στον Δημοσθένη και άλλοτε πάλι ταξινομώντας το υλικό που έχει συγκεντρώσει προκειμένου να γράψει το βιβλίο του για τον «Φάουστ» του Γκαίτε, όμως συναινεί στη βουή του κόσμου που με ποικίλες μορφές διαρρηγνύει την απομόνωσή του –αν δεν την απολαμβάνει κιόλας.

Διαφωτιστικές στον υπέρτατο βαθμό οι επιστολές αυτές κυρίως για έναν λόγο που, ενώ με την πρώτη ματιά φαντάζει μυστικός, καθίσταται σταδιακά σαφής και πεντακάθαρος. Αν συνδυαστούν μόνο με την αγωνία όσον αφορά την υπαρξιακή και καλλιτεχνική συνθήκη ενός δημιουργού, θα πιστέψει κανείς πως ο Συκουτρής ζούσε μέσα στη μελαγχολία και την κατήφεια. Αν παρατηρήσει κανείς τις ζωές ή διαβάσει τις βιογραφίες μεγάλων ανδρών, που σπάνια θα αναγνώριζε μια συγγένεια ανάμεσά τους, όπως για παράδειγμα ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ή ο Μπέρναρντ Σο και ο Φιντέλ Κάστρο, θα διακρίνει την ύπαρξη ενός διαβρωτικού χιούμορ που, χωρίς να εξαιρεί τους ίδιους, φωτίζει την ανθρωπότητα τελείως διαφορετικά σε σχέση με όσα η επίσημη εκδοχή του έργου τους έχει «διδάξει». Ενα φως που υπονομεύει τις κατεστημένες αξίες οποιουδήποτε συστήματος ή μη συστήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υποστηρικτής του. Οταν για παράδειγμα ο Κάστρο εξομολογήθηκε σε έλληνα φίλο του πως «θα μπορούσα να κάνω μια δεύτερη επανάσταση, αλλά δεν μπορώ να πείσω τη συμπατριώτισσά μου χορεύτρια, την υπέργηρη πια Αλίσια Αλόνσο, να σταματήσει να χορεύει». Ή όταν ο Τσόρτσιλ αρνήθηκε να φωτογραφισθεί στην Αθήνα το 1944, στην περιβόητη συνάντησή του με τους έλληνες κομμουνιστές, λέγοντας πως «το σόου είναι των Ελλήνων».

Οπως ακριβώς με τον Συκουτρή. Και δεν εννοούμε πώς είναι δυνατόν να συνδυάζονται μέσα στις επιστολές του δεινού αυτού φιλολόγου ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος με την ηθοποιό Μαίρη Πίκφορντ. Αναφερόμαστε σε δυο κυρίως σπαρταριστές του επιστολές με ημερομηνίες αντίστοιχα 3 Σεπτεμβρίου του 1933 και 16 Αυγούστου του 1935. Στην πρώτη, όταν περιγράφει την περιπέτειά του στο χωριό Καταφύγι της Ικαρίας, με τον πρόεδρο της κοινότητας, τον αστυνόμο και διάφορους προκρίτους να αγωνιούν για την απόφανση του Συκουτρή –που αισθάνεται αφάνταστα να το διασκεδάζει –σε σχέση με ένα επιτύμβιο άγαλμα που ανακαλύφθηκε ενώ ισοπεδώνανε την αυλή ενός σχολείου. Στη δεύτερη, όταν σχολιάζει ένα περιοδικό που οι συνδρομητές του διατυπώνουν τις απόψεις τους για το πώς φαντάζονται την ιδεώδη σύζυγο. Χρονογράφος τεράστιας εμβέλειας που θα τον ζηλεύανε ο Σπύρος Μελάς και ο Παύλος Παλαιολόγος.

Το ερώτημα

Μοιραία προκύπτει το ερώτημα πώς γίνεται να αυτοκτονεί ένας δημιουργός που η χαρά (Χαρά υπήρξε και το όνομα της γυναίκας του) της ζωής όχι μόνο δεν του ήταν ξένη, αλλά την επεδίωκε τόσο με τη δημιουργία όσο και με τη συναναστροφή. Ανάμεσα στην καθημερινότητα που, όση τρυφερότητα μπορούσε να περικλείσει, την καλλιεργούσε με τους πιο απρόβλεπτους για έναν επιστήμονα τρόπους και την εσωτερική άβυσσο που σχεδόν διακριτικά αναγνωρίζεις να τον καταδυναστεύει –μέσα πάντα στις επιστολές -, ήταν, φαίνεται, θέμα χρόνου προς τα πού θα γείρει η ζυγαριά. Με ένα εκ των υστέρων βλέμμα διαβασμένες οι επιστολές –πάντα εκ των υστέρων υπάρχει το βλέμμα αυτό –σαφώς προοιωνίζονταν το αυτόβουλο τέλος του Συκουτρή. Χωρίς σε μια άλλη περίπτωση οι ίδιες ακριβώς επιστολές να μην ανακαλούσαν έναν άνθρωπο που έσβησε ήσυχα στο κρεβάτι του.