Μια πολυτελή κατοικία 300 τ.μ. σε ακριβό προάστιο του Παρισιού. Δεκάδες έργα τέχνης, μεταξύ των οποίων πίνακες του Μπονάρ και γλυπτά φιλοτεχνημένα από τον Ρενέ Ροντέν. Μια πλούσια συλλογή κοσμημάτων ανεκτίμητης αξίας και περίπου εκατό εκατομμύρια ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς της Γαλλίας. Αυτά είναι τα περιουσιακά στοιχεία που κληροδότησε η Λουσί Κλεν (πρώην σύζυγος Ζακ Αρπελ του περίφημου οίκου κοσμημάτων Van Cleef & Arpel) στον τελευταίο της σύντροφο Φρανσουά Σίφερ. Και που όπως τελικά αποδείχτηκε είναι οι βασικοί λόγοι που οι δυο γιοι της και απόγονοι μιας από τις πιο φημισμένες δυναστείες κοσμηματοπωλών με πελάτισσες την Γκρέις Κέλι και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οδήγησαν τον Σίφερ ενώπιον της γαλλικής Δικαιοσύνης.

Οπως ισχυρίζονται τα αδέλφια Ντομινίκ και Φιλίπ Αρπελ, η μητέρα τους «δεν γνώριζε τι ακριβώς έκανε» όταν έγραφε στο όνομα τού κατά 23 χρόνια νεότερου συντρόφου της ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας που η ίδια κληρονόμησε από τον πατέρα των παιδιών της Ζακ Αρπελ. Αιτία, όπως υποστηρίζουν, ήταν η νόσος Αλτσχάιμερ από την οποία η Λουσί Κλεν έπασχε. Γεγονός που οι γιοι της προσπάθησαν και τελικά κατάφεραν να αποδείξουν –ακόμα και με ιατρικές γνωματεύσεις –πως εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό ο σύντροφός της προς όφελός του. Πρωτίστως οικονομικό.

Η «ιδιαίτερα παθιασμένη» σχέση τους, όπως στο παρελθόν χαρακτήρισε τον δεσμό του με την Κλεν ο 68χρονος σήμερα πρώην μεσίτης, άρχισε το 1993 από την τυχαία γνωριμία τους στο θέατρο. Εκείνη ήταν ήδη 71 ετών, χήρα του ολλανδού μεγιστάνα των μίντια, Αντόνιο Κλεν, ενώ εκείνος 48. Ερωτεύτηκαν αμέσως και σύντομα έγιναν ζευγάρι μέχρι και το 2004 οπότε η κόρη της Κλεν αποφάσισε να συγκατοικήσει με τη μητέρα της στο διαμέρισμα όπου ζει στο Παρίσι (για τον σύντροφο της Λουσί αυτό μεταφράστηκε αργότερα ως απαγωγή). «Περάσαμε έντονες στιγμές ευτυχίας. Ανακάλυψα την τέχνη χάρη σε αυτή και εκείνη την όπερα χάρη σε εμένα. Δεν την ξαναείδα όμως ποτέ στη ζωή μου ύστερα από εκείνο το απόγευμα», σχολίασε ο πρώην μεσίτης όταν το 2009 πληροφορήθηκε τον θάνατό της.

Τα πρώτα σημάδια «κακής συμπεριφοράς» απέναντι στην αγαπημένη του Λούλου, όπως του άρεσε να αποκαλεί τη σύντροφό του, φάνηκαν σχεδόν από την αρχή της σχέσης τους. Χρειάστηκε όμως να περάσουν πολλά χρόνια, μέχρι το 2008, οπότε και ο Σίφερ φυλακίστηκε για τρία χρόνια με τις κατηγορίες ότι αφενός έκλεψε από εκείνη πανάκριβους πίνακες και ότι από το 2001 έως το 2004 την ανάγκαζε, εκμεταλλευόμενος την κακή κατάσταση της υγείας της, να κάνει πολλά και ανούσια έξοδα.

Οι μάρτυρες κατηγορίας πάντως, επιβεβαιώνοντας όσα ακούγονταν την περίοδο εκείνη στη δικαστική αίθουσα, αναφέρθηκαν λεπτομερώς στην πολυτελή βίλα του ζευγαριού στη γαλλική Ριβιέρα, στην Τζάγκουαρ και τη Ρολς-Ρόις που χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους, στις πολυήμερες διακοπές τους σε εξωτικούς προορισμούς και στα πάρτι που έστηναν στο σπίτι τους με χαβιάρι και σαμπάνια μέχρι το πρωί.

Στη δίκη ωστόσο που άρχισε τον προηγούμενο μήνα σε δικαστήριο των Βερσαλλιών και ολοκληρώθηκε την περασμένη Τρίτη αναγκάζοντας τον Σίφερ να επιστρέψει όσα κληρονόμησε από την Κλεν στα παιδιά της, Ντομινίκ και Φιλίπ, ισχυρίστηκαν πως η ασθένεια είχε αρχίσει ήδη από το 1998 να επηρεάζει την υγεία της μητέρας τους και κατ’ επέκταση τις αποφάσεις της. Ο αντίδικός τους υποστήριξε πάλι πως δεν παρατήρησε καμία αλλαγή στη συμπεριφορά της μέχρι και το 2003, έναν χρόνο πριν από τον χωρισμό τους. Ωστόσο η ανεξάρτητη ιατρική γνωμάτευση που έγινε στο πλαίσιο της δίκης θέτει ως χρονική αφετηρία της ασθένειας το 2000, κάτι που τελικά επηρεάζει άμεσα τη διαθήκη αφού οι προσθήκες που έκανε σε αυτή η Κλεν έγιναν σε τρεις διαφορετικές χρονιές: το 1998, το 2000 και το 2001.