Τα δύο ογκώδη μυθιστορήματα του Τζόναθαν Φράνζεν «Διορθώσεις» και «Ελευθερία» συζητήθηκαν σε όλο τον κόσμο, περισσότερο ίσως από όποιο άλλο την τελευταία δεκαετία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο συγγραφέας γίνεται ο ίδιος θέμα. Δικαιούται λοιπόν να γράφει για οτιδήποτε τον απασχολεί, από το κυνήγι πουλιών στη Μεσόγειο μέχρι την περιβαλλοντική καταστροφή και τους ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης στην Κίνα, και από το διαζύγιό του μέχρι το γιατί η αγνοημένη (έως τότε) Αλις Μονρό όφειλε να πάρει το Νομπέλ.

Στην «Ελευθερία» του 54χρονου Φράνζεν με είχε εντυπωσιάσει η σε βάθος γνώση των περιβαλλοντικών συγκρούσεων, ο τρόπος λειτουργίας των μεγάλων οικολογικών οργανώσεων και η χρήση του περιβάλλοντος ως ξέπλυμα συνειδήσεων όχι μόνο στο λόμπι των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Θυμίζω ότι εκεί ο κεντρικός ήρωας Γουόλτερ Μπέργκλαντ γίνεται φορέας μιας ανελέητης σύγκρουσης ανθρώπου – φύσης που διαπερνά όλο το βιβλίο. Η «ελευθερία της αγοράς» και οι επιταγές της ανάπτυξης έχουν υπερβεί κάποια κρίσιμα όρια. Ενώ ο Γουόλτερ, κατ’ επέκταση και η μεσαία τάξη, έχει αποκτήσει οικολογική συνείδηση –κυκλοφορεί με ποδήλατο, ανακυκλώνει, προστατεύει απειλούμενα είδη και εργάζεται στην περίφημη Nature Conservancy που αγοράζει μεγάλες εκτάσεις προκειμένου να διασώσει τη βιοποικιλότητα –ο πόλεμος των συμφερόντων μαίνεται. Σε μία στροφή της ζωής του ο Γουόλτερ αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης που έχει συστήσει τεξανός πετρελαιάς, προσωπικός φίλος των Μπους και Τσέινι, προκειμένου να συγκαλύψει ένα σχέδιο αξιοποίησης ενεργειακών κοιτασμάτων άνθρακα, με το πρόσχημα της προστασίας ενός απειλούμενου μεταναστευτικού είδους, του… κουφαηδονιού. Οι επακόλουθες πολιτικές και συνειδησιακές συγκρούσεις, η εμπλοκή περιβαλλοντικών οργανώσεων, των μίντια, δικηγόρων αλλά και αδελφών εταιρειών που κατασκευάζουν επιτόπου μια βιομηχανία κατασκευής αλεξίσφαιρων γιλέκων με προορισμό το Ιράκ προκειμένου να προσφέρουν θέσεις εργασίας στους εκτοπιζόμενους λόγω του κουφαηδονιού ντόπιους, θα κορυφώσουν το δράμα. Ο Γουόλτερ –alter ego του Φράνζεν –θα ανακαλύψει το ποιητικό αίτιο της οικολογικής καταστροφής –την ανάπτυξη και την οικονομία της αγοράς -, θα εξεγερθεί, θα αποπεμφθεί βιαίως, θα γίνει περίγελος των μίντια, αλλά στο τέλος θα γίνει εθνικός σταρ, ήρωας των απανταχού εξεγερμένων. Θα βρει εντέλει την κάθαρση στη λίμνη των παιδικών του χρόνων προστατεύοντας πουλιά.

Το οικολογικό πρόταγμα διασχίζει δεξιοτεχνικά το έργο του Φράνζεν ως υπόβαθρο των μετανεωτερικών συγκρούσεων. Αποψίλωση δασών, κατατεμαχισμός οικοτόπων, οικοδομική επέκταση, υπερπληθυσμός, η φούσκα των στεγαστικών δανείων, μεγάλες εργολαβίες, πετρελαϊκή εξάρτηση και φαινόμενο του θερμοκηπίου έρχονται να δώσουν το χέρι στην αμερικανική επέκταση υπό το πρόσχημα της ελευθερίας των λαών. Στην παρούσα μάλιστα συλλογή δοκιμίων, άρθρων και ομιλιών αναδεικνύεται και εξηγείται με κάθε ευκαιρία, είτε πρόκειται για τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας είτε για την παραδοσιακή μανία με τις ξόβεργες που σκοτώνουν εκατομμύρια πουλιά στην αδελφή Κύπρο όπου παραβιάζεται συστηματικά η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία (τελικά ανήκουμε μόνο κατά λάθος στην Ευρώπη, θα του εξομολογηθεί ένας κύπριος περιβαλλοντιστής) είτε για τους κυνηγούς της Μάλτας (ολόκληρος στρατός) είτε για την ιταλική Καμόρα που εκμισθώνει ακαλλιέργητες εκτάσεις σε κυνηγούς, είτε για ένα απομονωμένο χιλιανό νησί του Νότιου Ειρηνικού, όπου συρρικνώνονται οι βιότοποι των πουλιών. Ο Φράνζεν βεβαίως δικαιολογεί την εμμονή του με το περιβάλλον και ειδικότερα με τα πουλιά όχι απλώς ως συμπύκνωση των μειζόνων συγκρούσεων της εποχής, που προσφέρουν επομένως άφθονο μυθοπλαστικό υλικό, αλλά και ως ένα είδος καθαρτήριας συγγραφικής λειτουργίας… διά του έρωτα.

Φυσικά το βιβλίο δεν περιορίζεται στα πουλιά. Η επίσκεψή του στο νησί Αλεχάνδρο Κίλκιρκ –το όνομα του σκωτσέζου ναυτικού που ενέπνευσε στον Νταφό τον «Ροβινσώνα Κρούσο» –του δίνει την ευκαιρία να αναστοχασθεί το αρχετυπικό αυτό μυθιστόρημα ως αποθέωση του ριζοσπαστικού ατομικισμού και εγκόλπιο για την καταπολέμηση της πλήξης. Ταυτόχρονα, εκεί στη ρομαντική μοναξιά του Νότιου Ειρηνικού αναδύονται στοχασμοί περί της αυτοχειρίας του φίλου του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, όπου με εκπλήσσουσα διαύγεια αποδίδει την αυτοκτονία σε μια ακραία ναρκισσιστική λαχτάρα για επαίνους –ως κίνηση καριέρας και οριστικής κατάκτησης της υστεροφημίας –παρότι λίγο παρακάτω τροποποιεί την εκτίμησή του με τη φράση, «φαίνεται σωστό να πούμε ότι ο Ντέιβιντ πέθανε από πλήξη».