Μια χαμένη, μπερδεμένη γενιά από τις πολλές που ξεβράζει η Ιστορία. Ωστόσο αυτή εδώ πληρώνει τα λάθη μας, τα μάτια της καθρεφτίζουν την αποτυχία μας. Αν ο «μπερλουσκονισμός» δεν κηλιδώνει μόνο το πρόσωπο της Ιταλίας, τούτο το βιβλίο μάς αφορά όλους

Η ευρηματική ονοματοθεσία είναι ένα από τα δυνατά του σημεία. Ο Ιταλο Τραμοντάνα ξεδιπλώνει την ιστορία του, ψάχνεται, γυρεύει το στίγμα του στη σημερινή Ιταλία περνώντας συνεχώς από την οικογενειακή εστία στη δημόσια αρένα, σαρώνοντας σαν τον άνεμο του ονόματός του τα όρια μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου. Ο σχολικός του έρωτας, το κορίτσι των ονείρων του χαμένο για χρόνια από τη ζωή του, λέγεται Σιρόκο και τα ίχνη της εντοπίζονται τυχαία μέσω του facebook («είναι απρόβλεπτη και πεισματάρα σαν τον άνεμο που έχει το όνομά της και σηκώνει σκόνη, μπαίνει στα σπίτια, αλλάζει τη διάθεσή μας, απελευθερώνει θύελλες»). Ενα αδιάκοπο φύσημα αέρα, θαρρείς, γυρίζει –και ανακατώνει –τις σελίδες, τις ημέρες, τα χρόνια. Με πολλές ανάδρομες και πρόδρομες παρενθέσεις που σφηνώνονται στη γραμμική πορεία της εξιστόρησης και την κερματίζουν παρακολουθούμε τις εντάσεις, τα μικροδράματα, την απομυθευτική καθημερινότητα μιας μέσης ιταλικής οικογένειας στα χρόνια του μπερλουσκονισμού μέσα από τα μάτια του μεγάλου γιου· ο Ιταλο σπουδάζει Ιστορία και προσπαθεί να κατανοήσει και να εννοιολογήσει τα του οίκου του, της γενιάς του, του τόπου του. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι διαβάζει τα ηχηρά πρωτοσέλιδα και ταυτόχρονα τα «ψιλά» των εφημερίδων, τις συνηθισμένες ιστορίες του καθημερινού δελτίου ειδήσεων αλλά και τα βαρυσήμαντα γεγονότα που σφραγίζουν τον δημόσιο βίο της χώρας. Πατέρας, μητέρα, έφηβη αδελφή, παππούς, φίλοι και συμμαθητές, αμήχανες σχέσεις με το άλλο φύλο (τα «λάθος κορίτσια» ή τα σοβαρά και απρόσιτα κορίτσια), πανεπιστημιακές δυσκολίες, πολιτική ασάφεια, όλα μαζί συνθέτουν ένα πλέγμα ασυνεννοησίας και σύγχυσης που αποδίδεται με (αυτο)σαρκασμό και νευρικότητα σεισμογράφου.

Στο καταληκτικό του σημείωμα ο 30χρονος συγγραφέας διευκρινίζει ότι το βιβλίο κατάγεται ακριβώς από μια είδηση του αστυνομικού δελτίου: ένας αφηρημένος(;) καθηγητής παρασύρει με το αυτοκίνητό του δύο μαθητές. Με αυτό το έναυσμα ο Πάολο ντι Πάολο στήνει τη μυθοπλασία του. Ο Μάριο Τραμοντάνα, νεοσυνταξιοδοτημένος καθηγητής, πατέρας του Ιταλο, είναι εδώ ο υπεύθυνος για το ατύχημα και το θύμα ένας πρώην μαθητής του, από τα πιο ταραχοποιά στοιχεία στην τάξη του. Η επίσης μαθήτρια κόρη τού καθηγητή είναι τσιμπημένη με τον νεαρό ταραξία –τα παιδιά ανήκουν στις φυλές του κομπιούτερ, του Ιντερνετ, του Χάρι Πότερ, του εικονικού προφίλ στο facebook (το αγόρι τη στιγμή του ατυχήματος διέσχιζε τον δρόμο με το iPod στο αυτί). Ο καθηγητής ανήκει στους πατέρες που «ρωτάνε τα παιδιά τους πώς μπορούν να στείλουν ένα μέιλ. Κοιτάζουν την τηλεόραση, επαναλαμβάνουν τις ίδιες φράσεις. Δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για τις κόρες τους». Αγεφύρωτο χάσμα χωρίζει τις γενιές τους, σχολιάζει ο Ιταλο («Μαζί μας, ο μπαμπάς δεν μίλησε ποτέ για σεξ. Ο μπαμπάς δεν μίλησε ποτέ, μα ποτέ, για τον Θεό. Ο μπαμπάς δεν μίλησε ποτέ για πολιτική. Ποτέ στα σοβαρά. Σχολίαζε, αυτό ναι, έλεγε τα δικά του, άλλοτε με έναν τρόπο χοντροκομμένο, άλλοτε λέγοντας γενικότητες, χωρίς ιδιαίτερη πολιτική συνείδηση»).

Ωστόσο, αυτή η ατυχής κίνηση του πατέρα (θέλησε άραγε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον αναιδή τέως μαθητή του;) αποσταθεροποιεί τις ισορροπίες στο σπίτι των Τραμοντάνα. Η μητέρα τούς αφήνει σύξυλους και φεύγει για ταξίδι στο Βερολίνο εν είδει καθυστερημένης χειραφέτησης και διαμαρτυρίας για τη συζυγική συμπεριφορά· η κόρη προβληματίζεται για την πατρική «αναισθησία» και επιχειρεί να κατοχυρώσει τη γυναικεία της ταυτότητα, και ο Ιταλο, ο αφηγητής, αναρωτιέται: «Μα πόσοι πατέρες υπήρξε ο πατέρας μου;». Συγκρίνοντας την τωρινή, μπερλουσκονική πατερναλιστική παρουσία με τη φιγούρα που θυμάται από τα παιδικά του χρόνια, ή με την άλλη που βλέπει σε παλιές φωτογραφίες (μαμά – μπαμπάς, πριν γίνουν γονείς, σε τρυφερές στιγμές, νέοι, ωραίοι, άφθαρτοι), δεν βρίσκει συνάφεια –ή, ακόμη χειρότερα, τρομάζει με ορισμένα στοιχεία του πατρικού χαρακτήρα που αναγνωρίζει σε δικά του ξεσπάσματα και αντιδράσεις. Να έχει κληρονομήσει τα γονίδια του σοσιαλιστή παππού ή του συντηρητικού πατέρα; Ή ετοιμάζεται να κληρονομήσει το τίποτα, χαμένος στις αντιφάσεις, στην αταξία της σκέψης του, στην αβουλία και στην αναποφασιστικότητα; Με αυτό το σφυροκόπημα των ερωτημάτων ανατρέχει πίσω στις μνήμες του: όσο μπορεί συνειδητά να ανακαλέσει τον χρόνο «στην κυβέρνηση είναι ο Μπερλουσκόνι» («Η Ιταλία πριν από αυτόν ή χωρίς αυτόν για μένα δεν υπήρξε ποτέ. Η νεότητα μιας ολόκληρης γενιάς συνέπεσε μαζί του»). Μπορεί να χάθηκαν ανεπιστρεπτί πράγματα, αντικείμενα όπως βιντεοκασέτες, δισκέτες, τηλέφωνα με καντράν, γραφομηχανές, τηλεοράσεις καθοδικής λυχνίας, τηλεφωνικά κέρματα, φορητά πικάπ –όμως εκείνος μένει σταθερά εκεί και διαμορφώνει τη νοοτροπία των μικρών αυταρχικών, ξενόφοβων ηθικολόγων πατεράδων.