«Γεγονός βαθιάς ανησυχίας» χαρακτηρίζει ο Μπαράκ Ομπάμα τις καταγγελίες χρήσης χημικών όπλων στη Συρία, επισημαίνει όμως ότι δεν θα βιαστεί να εμπλέξει την Αμερική σε έναν δαπανηρό νέο πόλεμο -τονίζοντας πως οι ΗΠΑ πρέπει να εξετάσουν σε βάθος τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα εθνικά τους συμφέροντα, και για οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας δράση θα απαιτούνταν διεθνής συναίνεση και σαφείς αποδείξεις.

Η Βρετανία ανακοινώνει την ίδια στιγμή διά του υπουργού Εξωτερικών Ουίλιαμ Χέιγκ πως πιστεύει ότι πρόκειται για μεγάλης κλίμακας επίθεση με χημικά όπλα για την οποία ευθύνονται οι δυνάμεις του καθεστώς Ασαντ, αλλά αναμένει επίσης επαλήθευση από τα Ηνωμένα Εθνη.

Την ίδια στιγμή η Ρωσία συντάσσεται με το αίτημα του ΟΗΕ για άμεση διεξαγωγή έρευνας και καλεί τον σύμμαχο Ασαντ να επιτρέψει την πρόσβαση των επιθεωρητών που βρίσκονται ήδη στο συριακό έδαφος, ωστόσο κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι προσπαθεί να παρακωλύσει τις προσπάθειες για μία αντικειμενική έρευνα για την επίθεση (την οποία ο Ασαντ αποκαλεί προπαγάνδα των αντικαθεστωτικών).

Από ιταλικής πλευράς, η υπουργός Εξωτερικών Εμμα Μπονίνο επισημαίνει πως χρειάζονται «σίγουρες πληροφορίες» για τη χρήση χημικών όπλων προτού συζητηθεί ποια θα πρέπει να είναι η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας. Η Γαλλία έχει ήδη θέσει στο τραπέζι τη στρατιωτική επιλογή εφόσον οι καταγγελίες επιβεβαιωθούν, ακόμη και με δράση εκτός Συμβουλίου Ασφαλείας, αποκλείοντας πάντως τη χερσαία επέμβαση.

Στις πρώτες του δηλώσεις μετά τις εικόνες-σοκ που έκαναν το γύρο του κόσμου από τα ανατολικά περίχωρα της Δαμασκού, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επισήμανε την Παρασκευή πως οι ΗΠΑ ακόμη επιδιώκουν την επαλήθευση των καταγγελιών της συριακής αντιπολίτευσης -και εάν επιβεβαιωθούν, «αυτό είναι κάτι που απαιτεί την προσοχή της Αμερικής», όπως είπε.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο δίκτυο CNN, o Ομπάμα «παραμέρισε» την υπενθύμιση του δημοσιογράφου ότι έναν χρόνο πριν είχε χαρακτηρίσει τη χρήση χημικών όπλων «κόκκινη γραμμή» για αμερικανική δράση στη Συρία. Και χαρακτήρισε «υπερβολικά διογκωμένη» την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν μόνες τους να θέσουν τέλος στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στη Συρία.

Απέναντι σε φωνές για άμεση ανάληψη δράσης, ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε πως δεν θα βιαστεί να αντιδράσει εμπλέκοντας τις ΗΠΑ σε μία επέμβαση που θα «βάλτωνε» τους Αμερικανούς σε μία επιχείρηση που μπορεί να είναι αντίθετη στα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους.

Υπογράμμισε τους περιορισμούς που τίθενται στον προϋπολογισμό, ζητήματα διεθνούς δικαίου και τις συνεχιζόμενες ανθρώπινες απώλειες και το οικονομικό κόστος του πολέμου στο Αφγανιστάν για να καταστήσει σαφές πως οι ΗΠΑ εξετάζουν μεν με μεγαλύτερη αίσθηση επείγοντος την κατάσταση, δεν αναμένονται όμως άμεσα ενέργειες εκ μέρους τους.

Και ερωτηθείς σχετικά με τη δήλωση περί «κόκκινης γραμμής», που είχε γίνει ακριβώς έναν χρόνο πριν την επίθεση στα περίχωρα της συριακής πρωτεύουσας, ξεκαθάρισε πως πριν από οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας δράση θα ζητούσε διεθνή συναίνεση.

«Εάν οι ΗΠΑ επιτεθούν σε μία άλλη χώρα χωρίς εντολή του ΟΗΕ και χωρίς να μπορούν να παρουσιαστούν καθαρά στοιχεία, τότε εγείρονται ερωτήματα ως προς το εάν αυτό υποστηρίζεται από το διεθνές δίκαιο, εάν έχουμε το συνασπισμό για να πετύχουμε» είπε στο CNN.

Η Ρωσία και η Κίνα έχουν ασκήσει βέτο σε όλες τις κινήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά του καθεστώτος Άσαντ στο παρελθόν και αντιτίθενται σε στρατιωτική δράση.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι η χώρα από την οποία ο κόσμος αναμένει ότι μπορεί να κάνει περισσότερα από το να προστατεύσει απλά τα σύνορά τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναμειγνυόμαστε σε όλα αμέσως» ανέφερε ο Ομπάμα, προσθέτοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει να σκεφθούν τα στρατηγικά και εθνικά τους συμφέροντα σε βάθος χρόνου.

Επισήμανε πως οι ΗΠΑ βρίσκονται σε επικοινωνία με το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και κινούνται μέσω του ΟΗΕ για να προσπαθήσουν να προωθήσουν καλύτερη, άμεση δράση, ενώ παράλληλα κάλεσε τη Δαμασκό να επιτρέψει στην αποστολή επιθεωρητών του ΟΗΕ να ερευνήσει τις καταγγελίες. Πάντως, ανέφερε πως με βάσει το ιστορικό του καθεστώτος δεν αναμένει τη συνεργασία του στην έρευνα που θα μπορούσε να προσφέρει αποδείξεις για το τι συνέβη.

«Αυτό που είδαμε καταδεικνύει ότι σαφώς πρόκειται για ένα σημαντικό γεγονός, μεγάλης βαρύτητας» είπε στη συνέντευξή του προς το τηλεοπτικό δίκτυο CNN.

«Αυτό αρχίζει να θίγει ορισμένα από τα βασικά εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, τόσο σε ό,τι αφορά το να διασφαλίσουμε ότι τα όπλα μαζικής καταστροφής δεν εξαπλώνονται, όσο και σε ό,τι αφορά την ανάγκη να προστατεύσουμε τους συμμάχους μας [και] τις βάσεις μας στην περιφέρεια. Αυτό είναι κάτι που απαιτεί την προσοχή της Αμερικής και την προσοχή ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας» ανέφερε -για να αποφύγει εντούτοις να δεσμευτεί για αμερικανική δράση.