Δεν είναι λίγοι οι Ελληνες που ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη εδώ και περίπου εξήντα χρόνια –ενδέχεται μάλιστα να έχουν πάει πολύ περισσότερες από μια φορές –κι όμως να μην ξέρουν τι συνέβη την αποφράδα νύχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου του 1955. Μια νύχτα που στιγμάτισε για πάντα τη συνέχεια τής κάτι περισσότερο από ακμάζουσας ελληνικής παροικίας της Κωνσταντινούπολης, ισότιμης από πλευράς σφρίγους με τις παροικίες της Αιγύπτου, της Αυστραλίας και της Αμερικής.

Το ακόμη πιο δυσάρεστο σε σχέση με την άγνοια όσων Ελλήνων ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη είναι πως μέσα στα εξήντα αυτά χρόνια δεν υπήρξε σοβαρός δημοσιογράφος που να επισκέφτηκε τη Βασιλεύουσα και να μην αναφέρθηκε στα γεγονότα της ημερομηνίας που σημειώσαμε. Ενα πρόχειρο παράδειγμα ο Παύλος Παλαιολόγος, που η Κωνσταντινούπολη υπήρξε ο τόπος της γέννησής του και οι σελίδες που της έχει αφιερώσει στο «Βήμα», όπου έγραφε καθημερινά, είναι εξόχως συγκινητικές –και όχι μόνον.

Χαρακτηρίσαμε ως «πρόχειρο» το παράδειγμα του Παύλου Παλαιολόγου, γιατί ένα πλήθος συγγραφέων, όχι μόνον Ελλήνων αλλά και Τούρκων, πριν ή έπειτα από αυτόν, διεξήλθαν σε βιβλία ή μελέτες τους τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου. Γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα και να αφανιστεί η δραστήρια ελληνική κοινότητα των 150.000 ανθρώπων, αλλά και να πάψει πια η Κωνσταντινούπολη να θεωρείται μια κοσμοπολίτικη και ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.

Ας αφήσουμε όμως να μιλήσουν τα ίδια τα γεγονότα. Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, τίποτε δεν προοιωνίζεται το τι πρόκειται να συμβεί. Μια μικρή ομάδα φοιτητών που έχει συγκεντρωθεί στην Πλατεία Ταξίμ και διαδηλώνει κατά της Ελλάδας μοιάζει σαν κάτι αμελητέο (είναι χαρακτηριστικό πάντα μέσα την Ιστορία πως μεγάλες, ξεθεμελιωτικές συγκρούσεις, ξεκίνησαν, ενώ η ατμόσφαιρα έδειχνε ίδια με εκείνη μιας οποιαδήποτε άλλης, καθημερινής ημέρας).

Ξαφνικά οι πέντε μεγάλοι δρόμοι που εκβάλλουν στην Πλατεία Ταξίμ έχουν γεμίσει με ένα πλήθος εφοδιασμένο με ρόπαλα, λοστούς και τσεκούρια που φωνάζει «Ανάθεμα στους γκιαούρηδες» και «γκρεμίστε, είναι γκιαούρης». Η μικρή φοιτητική ομάδα μεταμορφώνεται σε έναν μαινόμενο όχλο, περίπου 50.000 ανθρώπων, που καταστρέφει και λεηλατεί. Πρώτοι στόχοι του όχλου το εμπορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, το ξακουστό Πέραν, με τα εκατοντάδες μαγαζιά του που το μεγαλύτερό τους ποσοστό ανήκει σε Ελληνες, και η παρακείμενη εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

Μια πραγματική κόλαση, που απλώνεται σιγά σιγά, καταλαμβάνει όση έκταση μεσολαβεί -τεράστια – από τον Βόσπορο και ώς τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Εκατό αφηνιασμένες ομάδες έχουν αναλάβει να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο έργο της καταστροφής. Η επιχείρηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στα σπίτια και στα μαγαζιά των Ελλήνων, που βλέπουν τις περιουσίες τους να αφανίζονται μέσα σε λίγες ώρες. Λεηλατούνται και παραδίδονται στις φλόγες εβδομήντα τρεις ελληνικές εκκλησίες, όπως επίσης καταστρέφονται ολοσχερώς και τα είκοσι έξι ελληνικά σχολεία.

ΟΛΑ ΣΤΟN ΔΡΟΜΟ. Ενα σύνολο περίπου από 4.500 ελληνικά μαγαζιά και από 2.500 ελληνικά σπίτια λεηλατούνται και καταστρέφονται. Ο δρόμος του Πέραν, πριν ακόμη νυχτώσει, δεν θα θυμίζει σε τίποτε τη μεσημεριανή του όψη. Μηχανήματα, ρολόγια, πιατικά, ρούχα, παπούτσια, γούνες, είδη τροφίμων έχουν ποδοπατηθεί δημιουργώντας ένα αλλόκοτο μείγμα, μια λασπώδη μάζα. Δεκάδες έλληνες πολίτες και κληρικοί κακοποιούνται. Στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής οι τρεις μοναχοί της βασανίζονται και θανατώνονται.

Σε εκατοντάδες ανέρχεται ο αριθμός των γυναικών που βιάστηκαν μέσα στη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου, ενώ οι μαινόμενες ορδές έφτασαν να ανοίξουν ακόμη και τους πατριαρχικούς τάφους και να σκορπίσουν στους δρόμους τα οστά των νεκρών. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα η τουρκική κυβέρνηση κηρύσσει στρατιωτικό νόμο που απαγορεύει τις δολοφονίες, αλλά αυτές στο μεταξύ έχουν γίνει!

Δεν υπάρχουν πια αφελείς που να πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μαινόμενος όχλος που να καταστρέφει αυθορμήτως οτιδήποτε βρεθεί μπροστά του. Είτε πρόκειται για οπαδούς της Χρυσής Αυγής στη λαϊκή αγορά του Αγρινίου είτε για «αυτοσχέδιες» εκκαθαρίσεις αλλοδαπών. Υπάρχει πάντα ένα σχέδιο που έχει συλληφθεί ώς την τελευταία του λεπτομέρεια μέσα σε ένα κτίριο που η θέα του δεν γεννά την παραμικρή υποψία ως προς τα εγκλήματα που ενδέχεται να ακολουθήσουν την «αυθόρμητη αγανάκτηση» του όχλου.

Τα γεγονότα της 6ης και της 7ης Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη προκαλούνται ως αντίδραση στην «ενωτική» πολιτική που προβάλλεται την ίδια αυτή εποχή τόσο από την Κύπρο όσο και από πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Πολιτικές δυνάμεις δηλαδή που προωθούν την ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο. Τις «αυθόρμητες» κινητοποιήσεις των Τούρκων εθνικιστών –«μαγιά» τους η μικρή ομάδα φοιτητών στην Πλατεία Ταξίμ –φέρεται να τις έχουν υποκινήσει και τροφοδοτήσει η Αγγλία και οι μυστικές της υπηρεσίες που δρούσανε στην Τουρκία. Οι υπηρεσίες αυτές όλο το προηγούμενο διάστημα φρόντισαν να διαμορφωθεί το κατάλληλο κλίμα, προπαγανδίζοντας εμμέσως αλλά ουσιαστικώς τις αντιδράσεις των Τούρκων «πατριωτών», δηλαδή των εθνικιστικών κύκλων.

Ως ιδεολογική προμετωπίδα και έμβλημα, οι σχεδιαζόμενες βιαιότητες είχανε την φράση «πάνω απ’ όλα το συμφέρον της πατρίδας και η προστασία του τουρκικού κράτους -έθνους». Με την όξυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αναγκάζονται πάρα πολλοί Ελληνες να φύγουν και έχουμε έτσι τη δεύτερη και δραματικότερη μείωση του ελληνικού πληθυσμού στην Τουρκία –εννοούμε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.

Οπως το σημειώσαμε ήδη, το γεγονός αυτό υπήρξε η αρχή του τέλους για την κοσμοπολίτικη και ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη. Ομως η αιτία που οδήγησε στον ολοκληρωτικό σχεδόν αφανισμό του ελληνικού στοιχείου είχε διπλή αφετηρία. Από τη μια πλευρά ήτανε η πολιτική του τουρκικού κράτους, η κυριαρχημένη από την ιδεολογία των Νεότουρκων που ήθελαν να απαλλαγεί το έθνος από όποια στοιχεία είχανε απομείνει από την εποχή που η Τουρκία συνιστούσε μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Από την άλλη πλευρά ήταν τα διεθνή παιχνίδια της διπλωματίας, και πιο συγκεκριμένα της αγγλικής, που διαβλέποντας τον κίνδυνο να χάσει η Αγγλία το τελευταίο της οχυρό της αποικιοκρατικής εποχής –την Κύπρο –επεξεργάστηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο που ανέλαβε να προωθήσει –και το έπραξε συστηματικά –το τουρκικό κράτος. Τα γεγονότα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου θα καταγραφούν στην Ιστορία ως Σεπτεμβριανά.

Οσο και αν εκπλήσσει, υπάρχει σεβαστός αριθμός τούρκων διανοουμένων που στέκονται κριτικά απέναντι στα γεγονότα του ’55. Γεγονός που παύει να εκπλήσσει αν σκεφτεί κανείς πως η Τουρκία διακρίθηκε πάντα για τους προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοουμένους της. Μια πλειάδα τούρκων συγγραφέων όπως ο Σεργκούν Αγάρ, η Ιντζί Αράλ, ο Γιλμάζ Καρακογιουνλού, ο Αζίζ Νεσίν, ο Ορχάν Παμούκ, η Φεριντέ Τσιτσέκογλου γράφουν στα βιβλία τους για τα Σεπτεμβριανά σε διαχωρισμό από την εθνική τους ταυτότητα αλλά σε σχέση με το ανθρωπιστικό ιδεώδες που τοποθετείται πάνω και πέρα από κάθε επίκτητη ιδιότητα.

Ως ακροτελεύτια παράγραφο επιλέγουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ «Ιστανμπούλ»: «Οι καταστροφικοί τσέτες σε περιοχές όπως το Ορτάκιοϊ, το Μπαλουκλί, τα Ψωμαθιά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν και λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα. Γκρέμισαν μάντρες, μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, στηριγμένοι από την κυβέρνηση, προκειμένου να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δυο μέρες σκόρπισαν τη φρίκη στην πόλη, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο είναι ελεύθερο. Το πρωί της νύχτας, όπου στους δρόμους κινδύνευες να λιντσαριστείς αν δεν ήσουν μουσουλμάνος, το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Το οδόστρωμα δεν φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια, τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία, που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών».

ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΟΥ ΤΣΟΡΤΣΙΛ. Αν και χαρακτηρίσαμε ως ακροτελεύτια την προηγούμενη παράγραφο, σκεφτήκαμε στο μεταξύ πως θα ήταν σκόπιμο να κλείσουμε με μια άμεση –αμεσότερη δεν γίνεται –και μια έμμεση αναφορά στα Σεπτεμβριανά που, μέσα στα χρόνια, αν και καταγραμμένη η μια και ακατάγραφη η άλλη, έχουν γίνει και οι δύο εξίσου άγνωστες. Μιλήσαμε εκτεταμένα για τον ρόλο της αγγλικής πολιτικής στα δραματικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, επομένως δεν μπορεί να της ήταν άγνωστες οι βιαιότητες των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων. Μια σκοτεινή πλευρά της αγγλικής πολιτικής που στο άλλο της άκρο θα τοποθετούσε κανείς την ευφυή απάντηση του Γουίνστον Τσόρτσιλ στο αίτημα των Κυπρίων να λήξει η αγγλική κατοχή της Μεγαλονήσου. Είπε λοιπόν ο πασίγνωστος και για τα ευφυολογήματά του άγγλος πολιτικός: «Ευχαρίστως να το πράξουμε αρκεί και οι Κύπριοι να μας αποδώσουν το Λονδίνο», εννοώντας βέβαια τον μεγάλο αριθμό των Κυπρίων που ζούσε μόνιμα ή περιστασιακά στην αγγλική πρωτεύουσα.

Η δεύτερη αναφορά έχει να κάνει με τον πολύ γνωστό και εξαίρετο ποιητή Αλέξανδρο Μπάρα που υπηρετούσε ως γραμματέας της πρεσβείας μας στην Κωνσταντινούπολη τη δεκαετία του ’50. Μας είχε πει λοιπόν το ’71 που έτυχε να τον γνωρίσουμε προσωπικά: «Αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο όταν το ξημέρωμα της 7ης Σεπτεμβρίου είδα το σταχτοδοχείο στο γραφείο μου στην πρεσβεία γεμάτο αποτσίγαρα. Σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ να βοηθήσω τον Ελληνισμό της πόλης, να σώσω τουλάχιστον τον εαυτό μου».

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Βαρκελώνη 1992