Ερχόμενος κανείς σε επιπόλαια επαφή με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη και τον Αγγελο Παπαδημητρίου και αναγνωρίζοντας αμέσως την ευγένεια και τη χάρη τους, το πολύ να επαναλάβει το ευαγγελικόν «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Με την έννοια ότι ως καλλιτέχνες του ελαφρού θεάτρου δεν μπορεί παρά να είναι βουτηγμένοι στην αμαρτία και ως εκ τούτου μεγαλώνει το περιθώριο να μεταμεληθούν και να σωθούν. Το υπαινίσσεται άλλωστε και ο ίδιος ο Αγγελος Παπαδημητρίου λέγοντας σε ένα σημείο της συνομιλίας ότι για τον καλλιτέχνη «χρειάζεται στο βάθος να καιροφυλακτεί κάποια αμαρτία». Το γεγονός όμως παραμένει ένα: η Ζωζώ Σαπουντζάκη είναι ένα βαθύτατα θρησκευόμενο άτομο. Θρησκευόμενο όχι ως καλλιτεχνικά πολυμερής, αλλά ως άτομο με αξίες παμπάλαιες, πατρογονικές, όπως η αφοσίωση στους γονείς, η συνέπεια σε κάθε είδους και μορφής σχέση, ο σεβασμός στην ιδιαιτερότητα, η πίστη στον Θεό. Αν ξενίζει η παρατήρηση αυτή σε σχέση με την εικόνα της, το πρόβλημα δεν είναι της ίδιας αλλά των άλλων. Και επιπλέον χρειάζεται να ειπωθεί και αυτό, είναι το μοναδικό ίσως άτομο στο θέατρο που δεν έχει κατηγορήσει ποτέ κανέναν, ακόμη και ανθρώπους που την έχουν βλάψει. Και επιπλέον δεν έχει ποτέ εκστομίσει μια βρισιά ή μια βωμολοχία. Κατά γενική ομολογία, ο Αγγελος Παπαδημητρίου είναι ένα ευφυέστατο άτομο και επομένως όσα αναγνωρίζει στη Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν θα μπορούσε να είναι μόνον ο ίδιος που τα έχει δει!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Πάντα ο δάσκαλος αναγνωρίζει µια συγγένεια προσωπική µε τον µαθητή του. Ποιο είναι, κατά κάποιον τρόπο, το «µυστικό» που σας συνδέει µε τον Αγγελο Παπαδηµητρίου, κυρία Σαπουντζάκη;

ΖΩΖΩ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ: Με συγκινεί αφάνταστα η ευγένειά του γιατί είναι κάτι που σπανίζει σήμερα στον χώρο μας. Ο σεβασμός του. Βγήκε λίγο αργά στο θέατρο, αλλά τι σημασία έχει, πάντα καλλιτέχνης ήταν. Εχω δει κάτι αριστουργήματα που έχει φτιάξει με πορσελάνη, μεγάλος εικαστικός. Τη φλόγα, το μεράκι, το ψώνιο το καλλιτεχνικό το είχε πάντα μέσα του. Οταν δουλέψαμε στο θέατρο κι είδα τις μεταμορφώσεις του, να κάνει για παράδειγμα τη Ζοζεφίνα Μπέικερ κι αμέσως μετά τον Ζαζά και σε δευτερόλεπτα ν’ αλλάζει και να κάνει τον κονφερανσιέ στο Παρίσι ή να λέει μ’ έναν συγκινητικό τρόπο την «Παπαρούνα», είπα μέσα μου, δεν μπορεί, ο καλλιτέχνης αυτός, όπως μου το ομολόγησε άλλωστε κι ο ίδιος, έχει μαθητεύσει σε μένα. Δεν μιλάω με έπαρση. Εννοώ αυτή την τρέλα που είχα πάντα με το θέατρο, να κάνω στη σκηνή όσο γίνεται περισσότερα πράγματα. Τα κομμάτια που συνέθετε στην παράσταση ο Παπαδημητρίου έμοιαζε το ένα με το άλλο όσο η ημέρα με τη νύχτα. Το ταλέντο του δείχνει σαν να έχει μια εμπειρία τουλάχιστον πενήντα χρόνων πάνω στη σκηνή. Πολυσύνθετος. Θυμήθηκα τον Παντελή Ζερβό που έλεγε στον πατέρα μου, στη Θεσσαλονίκη: «Σαπουντζάκη, αν θέλεις τα παιδιά σου να μην πεινάσουν, κάν’ τα πολυσύνθετα».

Θ.Ν.: Κύριε Παπαδηµητρίου, τι είναι αυτό που εκτιµάτε στην κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη και ενδεχοµένως να µην έχει σχέση µε τους λόγους για τους οποίους την εκτιµούν οι πολλοί;

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Σε μια εποχή όπου βασιλεύουν το replique, το imitation και η απομίμηση, δεν με ενδιαφέρει παρά μόνο το γνήσιο, το αυθεντικό. Οταν τα έφερε η τύχη να συνεργαστούμε με την κυρία Σαπουντζάκη, αναγνώρισα σ’ αυτήν κάτι που υποψιαζόμουν πριν ακόμη γνωριστούμε και που το συναντάς σήμερα πάρα πολύ σπάνια: την ουσία, την αυθεντικότητα. Δεν υπάρχουν δεκανίκια ή βαστάζοι ή βοηθητικές ρόδες στο ποδήλατό της, καμιά βοήθεια απέξω, μόνο από τον εσωτερικό της κόσμο. Την παρακολουθούσα στις πρόβες από τα παρασκήνια, προσέχοντας να καταλάβω πώς σκέφτεται, να αντιγράψω, αν είναι δυνατόν, αυτή τη δύναμη που την οπλίζει πριν και μετά την παράσταση και την κάνει πάντα ετοιμοπόλεμη, προπαντός να μην μπλέξει κανέναν και να περιχαρακώσει την προσωπικότητά της χωρίς να είναι εις βάρος των άλλων. Τα μαθήματά της πλούτισαν τη φαρέτρα μου. Γενικότερα θα μπορούσα να επαναπαυθώ στις δάφνες των εικαστικών, που είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ο καλλιτέχνης όμως χρειάζεται να εξελίσσεται κάθε μέρα. Το νερό που δεν τρέχει μουχλιάζει. Την κίνηση που χρειάζομαι τη βρήκα στο θέατρο, τη βρήκα στο τραγούδι.

Θ.Ν.: Κυρία Σαπουντζάκη, ποιος είναι ο λόγος που σας έκανε πριν από πάρα πολλά χρόνια ν’ αρνηθείτε στον Δηµήτρη Χορν τον ρόλο της συµπρωταγωνίστριάς του στο «Ροµανσερό»;

Ζ.Σ.: Μεγάλο γεγονός. Τον Χορν τον θαύμαζα από μικρό κοριτσάκι. Μόλις είχα γυρίσει από την Αμερική κι εμφανιζόμουν στο Μετροπόλιταν. Εκανα δυο νούμερα που είχε γράψει για μένα ο Γιώργος Γιαννακόπουλος με μουσική του Ζακ Ιακωβίδη. Το ένα, τα «Σπανιόλικα κέφια», το έπαιζα με τον Νίκο Ρίζο («Ολέ, ολέ, ολέ, είσαι σαν κρεμ καραμελέ») χορεύοντας με τις καστανιέτες. Το δεύτερο νούμερο λεγόταν «Στριπτίζ», μην τρομάζετε, δεν ήταν στριπτίζ κανονικό, αλλά ήταν της μόδας τότε το στριπτίζ κι έτσι το έγραψε ο Γιαννακόπουλος. Φορούσα ένα φοβερό κοστούμι του Σκαλιντό, πανάκριβο, ούτε θυμάμαι πόσο το είχα πληρώσει, από άσπρη οργκάντζα, με ανάγλυφα λουλούδια φούξια και λαδιά, κι ένα καπέλο λοξό, με λουλούδια κι αυτό, και γάντια. Τότε πήρα την ωραιότερη κριτική από τον Αχιλλέα Μαμάκη, που ήταν δύσκολος και χτυπούσε σχεδόν τους πάντες. Είχε γράψει «επιτέλους μια καινούργια πρωταγωνίστρια». Ερχεται ένα βράδυ ο Χορν και κάθεται στην πρώτη σειρά, στον διάδρομο, κι είχε δίπλα του τη Λουίζα Ποζέλι, ένα παιδί – θαύμα που είχε δουλέψει με τον Αττίκ, αλλά τώρα ήταν μια μεγάλη γυναίκα. Οταν τελειώνω το «Στριπτίζ», όρθιοι ο Χορν με την Ποζέλι χειροκροτάνε και φωνάζουν «μπράβο». Οταν τελείωσε η παράσταση, δεν ήρθε ο ίδιος στα παρασκήνια, ήρθε ο Τάκης ο Μακρίδης, ο επιχειρηματίας, που μου λέει: «Ο Χορν είναι ξετρελαμένος μαζί σου. Μας περιμένει αύριο το μεσημέρι στο σπίτι του, Βασιλίσσης Σοφίας, για φαγητό». Την επομένη, μετά το φαγητό, άρχισε ο Χορν να μιλάει για το «Ρομανσερό» –μαγευόμουν ν’ ακούω τη φωνή του -, για τον ρόλο μου, για τη δουλειά. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν άβολα. Ημουν άπειρη, δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα. Μια κοίταζα τον Μακρίδη, μια κοίταζα το ρολόι, σκεφτόμουν ότι έχω απογευματική παράσταση κι ότι πρέπει να φύγω.

Α.Π.: Ενας λόγος που με γοητεύει η Σαπουντζάκη είναι η αφοσίωσή της σ’ αυτό που κάνει. Είναι η αναπνοή της, η ζωή της. Δεν είναι κάτι επιμέρους.

Ζ.Σ.: Για να ξαναγυρίσουμε στον Χορν, το νούμερο που τον είχε ενθουσιάσει, το «Στριπτίζ», τελείωνε με τους στίχους «μ’ αυτά τα ξεγυμνώματα θα γίνει καμιά φιέστα / ή κρύψε όσα φαίνονται ή δείξε και τα ρέστα». Εμενα στο τέλος μ’ ένα κοντό κομπινεζόν και θυμάμαι τη Σοφία Βέμπο που έμενε σε μια πολυκατοικία που ήταν από το πίσω μέρος της σκηνής κι έβγαινε στο μπαλκονάκι και φώναζε: «Μπράβο, Ζωζώ».

Α.Π.: Στη σχέση μας με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, το σοβαρό πρόσωπο του Εθνικού Θεάτρου είναι η ίδια. Αν τη γνωρίσεις καλά, τρομάζεις με τη διανοητικότητά της. Είναι μια σοφή Δίδυμος, τόσο σε σχέση με τις συμβουλές που δίνει σε νεότερους ηθοποιούς όσο και στον τρόπο που αντιπαρέρχεται τις αντιξοότητες ή στον τρόπο που επεμβαίνει και ανυψώνει τα πράγματα. Ζυγίζει τα πάντα. Τη φήμη της δεν την επιβάλλει. Κανένας βεντετισμός, ίχνος αυτού του φοβερού που λένε πολλοί «εγώ είμαι εδώ». Εχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή καλλιτέχνιδα, των εικαστικών, της Μπιενάλε της Βενετίας, του σοβαρού θεάτρου κι εγώ είμαι το πρόσωπο του Καζινό ντε Παρί και του βαριετέ. Υπογράφω τη διανοητικότητα της Ζωζώς και για μένα κρατώ τα φρου φρου και τα αρώματα.

Ζ.Σ.: Τον σεβασμό του Παπαδημητρίου δεν τον έχω ξανασυναντήσει, έστω κι αν έχω δουλέψει με τόσους ανθρώπους στη ζωή μου. Η ευγένειά του μου θυμίζει έναν μεγάλο κωμικό ηθοποιό, τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ηταν πραγματικά ένας Κύριος –με κάππα κεφαλαίο. Ενας άρχοντας. Το να έρχεται κάθε βράδυ στο καμαρίνι μου ο Παπαδημητρίου με το πρόσχημα να πάρει ένα δαχτυλίδι, για να με φιλήσει και να μου δώσει κουράγιο, δεν είναι συνηθισμένα πράγματα αυτά.

Θ.Ν.: Κύριε Παπαδηµητρίου, πώς έχετε καταφέρει, αν και έχετε συµµετάσχει σε δουλειές που δεν ήταν πάντα αυτό που λέµε «ποιότητας», να είστε ο εκλεκτός σηµαντικότατων σκηνοθετών;

Α.Π.: Πρόκειται για ένα μυστικό που δεν μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς. Ισως να είναι το μυστικό που εμένα με γοητεύει στη Ζωζώ και οι σκηνοθέτες που αναφέρετε το αναγνωρίζουν σε μένα. Για να μη σας πω ότι αυτή η αντίφαση μπορεί να επιτείνει το ενδιαφέρον. Αλλωστε χρειάζεται να διακινδυνεύει κανείς. Να φτάνει στον πάτο του πράγματος προκειμένου να εκτινάσσεται μετά. Οταν με βλέπουν να παίζω σε δεύτερα και τρίτα πράγματα, αλλά να τα υποστηρίζω έως θανάτου, τους ακούς να λένε «μα αυτός είναι κάτι». Οταν μπαίνεις στη ζωή και στον χώρο του θεάματος με τα μπούνια, ακόμη και τα λάθη φωτίζουν την ύπαρξή σου και την κάνουν ενδιαφέρουσα. Οι ηθοποιοί που παίζουν πολύ μόνο κλασικά πράγματα γίνονται πληκτικοί. Χρειάζεται στο βάθος να καιροφυλακτεί πάντα κάποια αμαρτία. Η Ζωζώ είναι μάθημα, είναι αξία. Δεν διαφημίζουμε τους εαυτούς μας, δεν χρειάζεται. Η Ζωζώ, δεν αστειεύομαι, ανοίγει έναν δρόμο στα πράγματα.

Ζ.Σ.: Ξέρετε καλά ότι βγήκα πολύ μικρό παιδί στο θέατρο, ότι έχω δουλέψει πολύ σκληρά, ότι έχω παίξει τα πάντα με τους πάντες. Δίπλα στον Λευκό Πύργο, εκτός από το Βασιλικό Θέατρο, υπήρχε κι ένα άλλο θέατρο, με κουκούλα, ήταν τα μοναδικά θέατρα που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη. Στο Βασιλικό Θέατρο έρχονταν οι θίασοι της πρόζας από την Αθήνα με τον Μάνο Κατράκη, την Αλέκα Παΐζη, τη Σαπφώ Νοταρά, τον Γιώργο Βλαχόπουλο. Στο άλλο με την κουκούλα, που ήταν θέατρο του Παρασκευά Οικονόμου, έρχονταν οι θίασοι του μουσικού θεάτρου. Εκεί έπαιξα γύρω στις είκοσι πέντε οπερέτες, αλλά και επιθεώρηση, ηθογραφία, κωμωδία, τα πάντα. Στάθηκα τυχερή με τον Οικονόμου γιατί κάθε δυο ημέρες αλλάζαμε έργο. Είχα έναν πατέρα που αγαπούσε πολύ το θέατρο, ήταν φίλος με τη Ζωζώ Νταλμάς. Στο σπίτι μου, στην Τζιραίων, στο πατάρι, έχω ακόμη τις παρτιτούρες του Σακελλαρίδη, του Χαιρόπουλου, του Κατριβάνου. Ημουνα δεκατριών χρονών όταν έκανα την Εύα την κοκότα στο «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν. Μου βάζανε τόσο ψηλά τακούνια, που δεν μπορούσα να τα σύρω, κι έκανα τη μεθυσμένη κι ενώ έδινα την εντύπωση ότι είμαι έμπειρη γυναίκα, ήμουν ένα κοριτσάκι άβγαλτο που το κρατούσε η μαμά του από το χέρι. Δεν ήταν πλούσιος ο πατέρας μου, αλλά δεν μας έλειψε ποτέ τίποτε.

Θ.Ν.: Κύριε Παπαδηµητρίου, ήρθατε στο θέατρο ενώ είχατε ήδη µια σηµαντική διαδροµή στον εικαστικό χώρο. Τι συνέβη αλήθεια;

Α.Π.: Τα εικαστικά στερούν στον δημιουργό τους την αμεσότητα, τη χαρά. Βέβαια, μέσω των περφόμανς και των διάφορων σωματικών παρεμβάσεων προσπαθούσα να νιώσω αυτή την τόσο λυτρωτική αμεσότητα, αλλά η ζεστασιά και η ποιότητα του συναισθήματος στο θέατρο δεν συγκρίνονται με τίποτε. Κακά τα ψέματα. Ετσι σκέφτηκα να τα παντρέψω. Το 2010 πήρα ένα πρώτο βραβείο για την εικαστική μου δουλειά και ταυτόχρονα ένα πρώτο βραβείο -Τα Παναθήναια –για τη δουλειά μου στο μουσικό θέατρο. Τα χάρηκα και τα δύο, αλλά εκείνο που με έκανε ευτυχισμένο είναι το δεύτερο, το βραβείο που μου δώσανε για την παράσταση «Το μικρόβιο του έρωτα», μια παράσταση μουσική. Με κορωνίδα αυτού του βραβείου τη συνεργασία μου με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, «το καλύτερο κορίτσι στο θέατρο», όπως ομολογούν σπουδαίοι καλλιτέχνες, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Κώστας Βουτσάς και άλλοι.

Ζ.Σ.: Στην καριέρα μου υπήρξα τυχερή, έχω κάνει πολύ ωραία νούμερα, όπως την «Πολίτισσα» με τον Νίκο Σταυρίδη, ήταν την εποχή που οι Τούρκοι έδιωχναν τους ομογενείς από την Πόλη. Εκανα την ανιψούλα του Σταυρίδη που έρχεται από την Πόλη κι ο θείος της για να τη διασκεδάσει την πηγαίνει -υποτίθεται –στα μπουζούκια. Για πρώτη φορά πρωταγωνίστρια κατέβηκε στην πλατεία φορώντας φιλέ μ’ ένα κιλοτάκι κι ένα σουτιενάκι από μέσα και παίζοντας τα ζίλια. Επεφτε το θέατρο. Το συνέχισα το νούμερο γιατί το ήθελε ο κόσμος. Νούμερο που έγραψε ιστορία.

Α.Π.: Παρά τη δική μου προϋπηρεσία στα εικαστικά και της Ζωζώς στην πίστα και στο μιούζικαλ, αν γινόταν να βάλω έναν τίτλο σ’ αυτή τη συζήτησή μας, θα έγραφα ότι η Ζωζώ είναι του σοβαρού κι εγώ του ελαφρού θεάτρου. Μακάρι να φτάσω σε βαρύτητα και σοβαρότητα την ύπαρξη της Ζωζώς.

Φορούσα ένα φοβερό κοστούμι

του Σκαλιντό, πανάκριβο, ούτε θυμάμαι πόσο το είχα πληρώσει, από άσπρη οργκάντζα, με ανάγλυφα λουλούδια φούξια και λαδιά, κι ένα καπέλο λοξό, με λουλούδια κι αυτό, και γάντια

Ζωζώ Σαπουντζάκη

Στη σχέση μας με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, το σοβαρό πρόσωπο του Εθνικού Θεάτρου είναι η ίδια. Αν τη γνωρίσεις καλά, τρομάζεις με τη διανοητικότητά της.Είναι μια σοφή Δίδυμος

Αγγελος Παπαδημητρίου