Ενας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς, ο 64χρονος Γκράχαμ Σουίφτ, ήρθε στην Αθήνα και μίλησε στα «ΝΕΑ» με την ευκαιρία της ταυτόχρονης έκδοσης στα ελληνικά τριών βιβλίων του

Περιπλανώμενος στην Ευρώπη με ένα σακίδιο στην πλάτη, ο Γκράχαμ Σουίφτ βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1967. Ηταν μόλις 18 ετών. Την αγάπησε. Και ας πέρασε μια δυσάρεστη εμπειρία. Ενα μαχαίρι αγορασμένο στη Βουλγαρία που βρέθηκε πάνω του στον σταθμό του τρένου στη Θεσσαλονίκη έγινε τότε η αφορμή για να συλληφθεί από την Ελληνική Αστυνομία, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον αποτρέψει να ξανάρθει. Το 1974 έχοντας απαντήσει σε μια αγγελία της αλυσίδας φροντιστηρίων Στρατηγάκη, ο Σουίφτ βρέθηκε να διδάσκει αγγλικά στον Βόλο. Με το παράδειγμα του Τζον Φόουλς στο μυαλό του, «ο οποίος πήγε να διδάξει σε ένα μαγικό ελληνικό νησί» και εμπνεύστηκε ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα, ο Σουίφτ ήλπιζε ότι θα έβρισκε επίσης στην Ελλάδα την έμπνευση που αναζητούσε. Δεν τα κατάφερε. Οπως αναφέρει στο αυτοβιογραφικό «Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, όταν επέστρεψε στο Λονδίνο και διάβασε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος που είχε γράψει στον Βόλο, κατάλαβε ότι «είχε τα χάλια του. Ανεπανόρθωτα χάλια». Αλλά δεν αποθαρρύνθηκε.

Το 1983, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Υδάτινη χώρα», ο πεζογράφος βρέθηκε μαζί με τους Μάρτιν Εϊμις, Τζούλιαν Μπαρνς, Ουίλιαμ Μπόιντ, Ιαν ΜακΓιούαν και Σάλμαν Ρούσντι στη λίστα με τους καλύτερους νέους βρετανούς συγγραφείς του έγκυρου λογοτεχνικού περιοδικού «Granta». Και δεκατρία χρόνια αργότερα κέρδισε το βραβείο Μπούκερ για τις «Τελευταίες εντολές», βιβλίο το οποίο επανεκδόθηκε μόλις σε νέα μετάφραση της Αντζελας Δημητρακάκη με τίτλο «Τελευταίος γύρος». Χιουμοριστική, θλιμμένη, συνταρακτική, η αφήγηση για τον ηρωισμό που απαιτεί η καθημερινή ζωή, περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μιας παρέας βετεράνων του πολέμου που ζουν στην ίδια λονδρέζικη γειτονιά. Και στο επίκεντρό της βρίσκεται το ταξίδι που κάνουν στο Μάργκεϊτ για να σκορπίσουν στη θάλασσα τις στάχτες του φίλου τους Τζακ Ντοντς. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές στους Μάικλ Κέιν, Μπομπ Χόσκινς, Ντέιβιντ Χέμινγκς και Ελεν Μίρεν, ενώ επίσης ταινία έγινε και η «Υδάτινη χώρα» με πρωταγωνιστή τον Τζέρεμι Αϊρονς.

Γεννημένος το 1949 στο Νότιο Λονδίνο, εκεί όπου άλλωστε διαδραματίζονται οι περισσότερες ιστορίες του, ο Γκράχαμ Σουίφτ σπούδασε λογοτεχνία στα Πανεπιστήμια Κέμπριτζ και Γιορκ. Τα μυθιστορήματά του δεν είναι για βιαστικούς και ανυπόμονους αναγνώστες. Εξελίσσονται αργά ενώ εξίσου αργά πλάθονται και οι χαρακτήρες του, οι οποίοι μπορεί να είναι χασάπηδες, αγρότες, δημόσιοι υπάλληλοι ή ακαδημαϊκοί, όλοι όμως φλέγονται από τα ίδια αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα. Στο «Μακάρι να ήσουν εδώ» –το πιο πρόσφατο και ένα από τα καλύτερα βιβλία του Σουίφτ, που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά τον επόμενο μήνα σε μετάφραση του Θωμά Σκάσση –ο βρετανός πεζογράφος πλέκει με δεξιοτεχνία τον ιστό των οικογενειακών σχέσεων αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τις ψυχολογικές αλλαγές που μπορεί να επιφέρει μια κρίση. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ιστορία δύο οικογενειών κτηνοτρόφων από το Ντέβον, οι οποίοι τη δεκαετία του 1990 επλήγησαν από την ασθένεια των τρελών αγελάδων. Οι γόνοι τους εγκαταλείπουν την οικογενειακή παράδοση και ο Πόλεμος στο Ιράκ έρχεται να επισφραγίσει τη διαδικασία αποξένωσης από τη γη, την οικογένεια και τον καθιερωμένο τρόπο ζωής τους.

Μεταφρασμένο επίσης από τον Θωμά Σκάσση, το «Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα» είναι μια συλλογή από δοκίμια, ποιήματα και συνεντεύξεις. Μέσα από τα αυτοβιογραφικά κείμενα του συγγραφέα αναβιώνουν με συγκινητικό τρόπο οι αναμνήσεις του από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, σημαντικά γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας όπως η βελούδινη επανάσταση της Πράγας, αλλά και στιγμές με διάσημους φίλους του συγγραφείς όπως ο Σάλμαν Ρούσντι και ο Καζούο Ισιγκούρο. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμη τα μυθιστορήματά του «Υδάτινη χώρα», «Το φτερωτό μπαλάκι», «Ο καταστηματάρχης», «Εξω από τον κόσμο αυτό», «Εσαεί», «Αύριο» και η συλλογή διηγημάτων «Μαθήματα κολύμβησης», όλα από τις εκδόσεις της Εστίας.

Ο Γκράχαμ Σουίφτ βρέθηκε αυτές τις μέρες (στον Ιανό, όπου συζήτησε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη) με αφορμή την ταυτόχρονη κυκλοφορία των τριών αυτών βιβλίων στα ελληνικά και μίλησε εκ βαθέων στο «Βιβλιοδρόμιο» για την Ελλάδα, για τη γραφή, για την παιδική του ηλικία.

Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από την Ελλάδα; Και ίσως η πιο δυνατή;

Ημουν έφηβος όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Θυμάμαι τη μυρωδιά των ζεστών δρόμων της Αθήνας, σαν ξερά, γλυκά μπισκότα, περισσότερο ίσως μια γεύση είναι από μια μυρωδιά. Την απίστευτη θέα από τους Δελφούς. Τις σκοτεινές συστάδες από αχινούς που είδα πολύ καθαρά όταν κοίταξα για πρώτη φορά το Αιγαίο από ψηλά –για κάποιον συνηθισμένο στη Μάγχη και τη Βόρεια Θάλασσα, αυτό ήταν κάτι μαγικό. Την ουσία του ελληνικού τοπίου: απόκρημνα βράχια, κυπαρίσσια, ελιές, λαμπρό φως. Η σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι η αρχαία Ελλάδα, η Ελλάδα έχει πολλά πρόσωπα, αλλά για μένα αυτό το τοπίο έχει κάτι το αρχαίο, το διαχρονικό, το πρωτόγονο που καμία άλλη χώρα δεν διαθέτει. Οταν ήμουν μικρός, πολύ λίγοι άνθρωποι ταξίδευαν στο εξωτερικό. Ηταν ένα όνειρο. Η Ελλάδα ήταν η χώρα όπου ονειρευόμουν περισσότερο να ταξιδέψω, ίσως και γιατί από παιδί με είχε γοητεύσει η ελληνική μυθολογία. Τώρα πια έχω ταξιδέψει πολύ, αλλά η Ελλάδα για μένα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερη. Εχει τη γεωγραφία του μύθου.

Τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας;

Είναι μια ερώτηση χωρίς νόημα! Εγώ απλά είμαι [συγγραφέας], δεν μπορώ να φανταστώ να μην είμαι. Σχημάτισα την επιθυμία να γίνω συγγραφέας πριν από πολύ καιρό και σταδιακά έγινα. Υπήρξα πολύ τυχερός. Ηξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Το γράψιμο δεν είναι ολόκληρη η ζωή μου, καθόλου, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της. Με συνδέει με τον κόσμο, με συνδέει με τους κόσμους άλλων ανθρώπων.

Πώς νιώθετε όταν το ιδιωτικό γίνεται δημόσιο;

Η πράξη της γραφής δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο προσωπική και μοναχική –τα πάντα εξαρτώνται απολύτως από σένα, μόνο εσύ τα γνωρίζεις. Μετά, έρχεται μια στιγμή που ό,τι έχεις κάνει ανήκει, θεωρητικά, σε όλους –η λέξη «δημοσιεύω» σημαίνει «να το κάνω δημόσιο». Στην αρχή μπορεί να είναι ένα σοκ, αλλά τώρα πια το έχω συνηθίσει. Τα μυθιστορήματά μου ποτέ δεν υπήρξαν αυτοβιογραφικά. Με το να φαντάζομαι όμως τον εαυτό μου μέσα στις ζωές άλλων, έχω ήδη ξεπεράσει μια γραμμή, πράγμα πολύ πιο σημαντικό από τη συνήθη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, το οποίο διατηρεί κάτι που συνήθως η λέξη «δημόσιο» δεν προτείνει: την οικειότητα. Η μυθοπλασία είναι μια πράξη ανταλλαγής. Μια ιστορία δεν «συμβαίνει», μέχρι να συναντήσει έναν αναγνώστη. Τότε προκύπτει μια αόρατη, πολύ προσωπική χημεία ανάμεσα στο γραπτό του συγγραφέα και στο μυαλό του αναγνώστη. Είναι μια θαυμάσια δημοκρατική διαδικασία και ταυτόχρονα μια διαδικασία πολύ προσωπική, η οποία είναι διαφορετική κάθε φορά, αφού ο κάθε αναγνώστης προσθέτει τη δική του εμπειρία… Τα μυθιστορήματα γράφονται ιδιωτικά και διαβάζονται ιδιωτικά (ακόμα και όταν κάποιος διαβάζει σε ένα γεμάτο τρένο), αλλά αφορούν μια πολύ προσωπική ανθρώπινη ανταλλαγή. Αν γράφεις έντιμα, δεν υπάρχει όριο στο πόσο βαθιά μπορείς να εισχωρήσεις στις ζωές και στις σκέψεις των χαρακτήρων σου, ούτε υπάρχει όριο στο πόσο προσωπική μπορεί να είναι αυτή η εμπειρία για τον αναγνώστη. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της «δημόσιας» πτυχής της γραφής. Δεν έχει καμία σχέση με τη «δημοσιότητα», ούτε (συγχωρήστε με!) με τους συγγραφείς που δίνουν συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης.

Κάποιοι χαρακτήρες σας είναι άνθρωποι απλοί, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, με λεξιλόγιο πενιχρό. Πόσο εύκολο είναι άραγε για τον συγγραφέα να αποδώσει το συναισθηματικό τους βάθος όταν οι ήρωές του δεν μπορούν να διατυπώσουν τα συναισθήματά τους, ούτε καν να τα αγγίξουν.

Αυτή είναι η τέχνη του συγγραφέα. Είναι θέμα φαντασίας, ενσυναίσθησης, εντιμότητας και, οπωσδήποτε, σεβασμού προς το άτομο. Οι άνθρωποι έχουν εσωτερική ζωή, ανεξάρτητα από το αν της δίνουν φωνή ή όχι. Ενα μεγάλο μέρος της ζωής παραμένει ανείπωτο, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει εξίσου σε χαρακτήρες ταπεινούς, με χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ή ευκατάστατους, μορφωμένους και ευφράδεις, γιατί οι λέξεις μπορούν και να αποκρύπτουν και να είναι αποκαλυπτικές. Νομίζω ότι ένας από τους σκοπούς της μυθοπλασίας είναι να δίνει φωνή στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων, πράγμα που δεν θα μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι –θα πρέπει, όμως, να γίνεται με μεγάλη ευαισθησία. Εστω και αν είναι κάτι που ίσως όλοι λαχταρούμε, πόσοι από εμάς έχουν άραγε την ευκαιρία ή τολμούν να την αρπάξουν για να πουν «αυτή είναι η ιστορία μου, έτσι είναι πραγματικά για μένα αυτό μέσα μου»; Η μυθοπλασία έρχεται να σώσει την κατάσταση.