Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα, μυθιστορία και χρονικό μαζί. Η ίδια η συγγραφέας το αποκαλεί «πολυφωνικό ιστορικό αφήγημα» και, αντί προλόγου, εξηγεί τους λόγους που καταπιάστηκε με ένα τόσο δύσκολο και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ηθελε να φωτίσει όλες τις όψεις και τις εκδοχές μιας από τις κρισιμότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Διότι, αν χάθηκε η Σμύρνη και ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα των κακών χειρισμών ενός και μόνου ανδρός. Η ιστορική μελέτη οφείλει να διερευνήσει τα γεγονότα. Η λογοτεχνία ανασυνθέτει δημιουργικά μέσα από ανθρώπους και ιστορίες. Στην περίπτωση του υπάτου της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη η συγγραφέας δίνει τον λόγο σε εννέα διαφορετικούς αφηγητές και φωνές.

Η Μαρίκα, η Σμυρνιά, προσπαθεί να κατανοήσει τι σημαίνουν ο χαλασμός και η αναστάτωση στους δρόμους της πόλης. Ο Γραμματέας Β’, που υπηρετεί τον ύπατο αρμοστή, αναλύει τα δεδομένα έχοντας πρόσβαση στη διοίκηση. Ενας ιερωμένος προσεύχεται κάθε φορά ζητώντας την προστασία της πόλης από τον Θεό και καθιστώντας τον ύπατο ένοχο εξαρχής για τις συμφορές του Ελληνισμού. Ο καθηγητής Καραθεοδωρή ανέλαβε να διευθύνει το Ιωνικό Πανεπιστήμιο, το «Πανεπιστήμιο της Σμύρνης», ανοιχτό σε κάθε φυλή και θρήσκευμα πανεπιστήμιο. Αυτό ήταν και το όραμα του Στεργιάδη, που τον διόρισε, όπως και εκείνον, για να τον αποστείλει στη Σμύρνη ο Ελευθέριος Βενιζέλος, συντοπίτης και φίλος του.

Η διαδρομή από τον ηγέτη στον ύπατο και στον καθηγητή για μια ανοιχτή πολυπολιτισμική κοινότητα θα δοκιμαστεί σύντομα. Περιστατικά αληθινά αναιρούν ή επιβεβαιώνουν το αντιφατικό και προκλητικό πνεύμα του ύπατου αρμοστή. Αντιδρά στον εκχριστιανισμό ενός Τούρκου γιατί ήθελε τους χριστιανούς και μουσουλμάνους ισότιμους, φτάνοντας στο σημείο να καταχερίζει ιερείς. Οι χριστιανοί αισθάνονται ριγμένοι, οι φανατισμένοι Τούρκοι παραμελημένοι. Οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται παράδοξες, αλλά κανένας δεν αμφισβητεί την ισχυρή του θέληση να επιβάλλεται και να γνωρίζει καλά τα σημεία των καιρών. Η πολυεθνικότητα που ευαγγελιζόταν κλονίζεται από την κατακερματισμένη εκστρατεία των Ελλήνων και την αιματηρή επέλαση των Νεότουρκων.

Οι κατηγορίες για τον αρμοστή πληθαίνουν: στρυφνός, αγριάνθρωπος, ξενόδουλος. Πατούσε σε δύο βάρκες ώσπου να επιλέξει να φύγει με τη μία για πάντα, στη Νότια Γαλλία, ηττημένος. Κατηγορήθηκε ακόμη και γιατί παρέμεινε στη θέση του και μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 που έχασε η βενιζελική παράταξη και ότι απέκρυψε την πραγματικότητα από τον ελληνικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα τον αφανισμό του.

Ενας άγγλος δημοσιογράφος βάζει και αυτός την οριενταλιστική του πινελιά σε μια πανέμορφη πόλη, η οποία τις παραμονές της πυρκαγιάς κάνει σαν να μην καταλαβαίνει την επερχόμενη λαίλαπα, καθώς οι καθησυχασμένοι πολίτες γλεντούν στους δρόμους και στα μαγαζιά.

Ο αγαθός Μουσταφάς, ο καφετζής, ανησυχεί επειδή έχουν αρχίσει οι αλληλοδιαχωρισμοί και οι φανατισμοί. Ακούει πολλά μέσα στον καφενέ του· ότι κάποιοι δικοί του προσκυνούσαν τον Βενιζέλο, όμως οι περισσότεροι παρασύρονταν από το ανερχόμενο άστρο του Κεμάλ· ότι ο ελληνικός Στρατός βάδιζε με παρότρυνση των Αγγλων και χωρίς την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Στεργιάδης όμως τηλεγραφούσε στην Αθήνα για να στείλουν καράβια να παραλάβουν τον ελληνικό πληθυσμό και εκείνοι κώφευαν επειδή είχε ψηφιστεί ένας νόμος περί προσφύγων που το απαγόρευε. Πρόλαβε πάντως να προειδοποιήσει τους πρώτους που είχαν μπει σε λίστα για εξόντωση μόλις οι Τούρκοι θα έμπαιναν στη Σμύρνη.

Η εικόνα του Στεργιάδη θυμίζει ζωγραφικό πορτρέτο που άλλοτε καινούργιες πινελιές το ασχημαίνουν και άλλοτε το ωραιοποιούν. Οι αφηγήσεις αλληλοπλέκονται τείνοντας στο μοιραίο: την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, τη δολοφονία του Χρυσόστομου, την καταστροφική πυρκαγιά της Τρίτης 30 Αυγούστου. Το τέλος του ονείρου για τους Ελληνες και την ιστορία τους, αλλά και του σχεδίου αυτονόμησης που είχε επεξεργαστεί ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο πιο αμφιλεγόμενος, ονειροπόλος, αλλά και τραγικός πρωταγωνιστής των ημερών. Αυτός που δεν άρεσε σε καμία πλευρά προσπαθώντας να είναι δίκαιος, αλλά και η κάθε πλευρά με το «δίκιο της» είχε να του αντιτάξει τις αδικίες του. Η αυτοεξορία του και η άρνησή του να μιλήσει ή να γράψει για τα τραγικά γεγονότα της Καταστροφής είναι ένα ακόμη στοιχείο εναντίον του. Στο βιβλίο τού δίνεται ο λόγος μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο, μια απολογία χωρίς στίξη.