Στη μία άκρη του νήματος βρίσκεται ο γνωστός μας «τέλειος ανταγωνισμός». Στον

τέλειο ανταγωνισμό υπάρχει μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που λειτουργούν για

την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων και, επομένως, κάθε παραγωγός δεν

αποτελεί παρά ελάχιστο «κομμάτι της παραγωγικής πίτας». Αυτό, στην πράξη,

σημαίνει ότι ο παραγωγός δεν μπορεί να επηρεάσει τα δεδομένα της αγοράς και,

κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να κατευθύνει την τιμή του προϊόντος. H

απόφαση, λοιπόν, που του απομένει αφορά την ποσότητα του προϊόντος που θα

παράγει, με βάση τη συγκεκριμένη τιμή που επικρατεί στην αγορά και τις δαπάνες

που πρέπει να καταβληθούν για την παραγωγή αυτή σε ό,τι αφορά τους

παραγωγικούς συντελεστές (μισθοί των εργαζομένων και αγορά κεφαλαιουχικού

εξοπλισμού), που θα χρησιμοποιήσει για τη συγκεκριμένη παραγωγή.

ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ

Στην άλλη άκρη του νήματος βρίσκεται το «μονοπώλιο», στο οποίο υπάρχει μόνο

ένας παραγωγός, ο μονοπωλητής, που παράγει ένα συγκεκριμένο αγαθό. Είναι σαφές

ότι ο μονοπωλητής είναι κυρίαρχος της αγοράς, αφού από αυτόν και μόνο

εξαρτάται η διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά. Έτσι, έχει πλήρη

έλεγχο της τιμής, στην οποία θα διαθέσει το προς πώλησιν αγαθό. Το μονοπώλιο

είναι ανεπιθύμητη μορφή αγοράς, διότι αφενός το προϊόν διατίθεται σε υψηλότερη

τιμή – σε σύγκριση με τον τέλειο ανταγωνισμό – και αφετέρου η ποσότητα που

παράγεται και διατίθεται είναι μικρότερη, άρα υπάρχει σαφές πλεονέκτημα του

παραγωγού έναντι του καταναλωτή, ο οποίος τελικά είναι ο «χαμένος» της

υπόθεσης.

Μεταξύ των δύο αυτών άκρων, υπάρχουν οι αγορές – ατελείς, όπως ονομάζονται –

που συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά των δύο παραπάνω, όπως το «ολιγοπώλιο» και ο

«μονοπωλιακός ανταγωνισμός».

ΚΟΙΝΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ένα είναι το κοινό πρόβλημα του παραγωγού: με ποιο

τρόπο – με βάση τη μορφή της αγοράς στην οποία λειτουργεί – θα μεγιστοποιήσει

τα κέρδη του. Υπολογίζει, λοιπόν, τα έσοδα που θα εισπράξει και αφαιρεί από

αυτά τις δαπάνες που πρέπει να καταβάλει, προκειμένου να αποκομίσει όσο το

δυνατόν υψηλότερα κέρδη. Αυτή η απόφαση με μαθηματικούς όρους γράφεται ως

εξής:

Όπου το Π δείχνει τα κέρδη P*Q, είναι τα έσοδά του (δηλαδή η τιμή του αγαθού

επί την ποσότητα του αγαθού που θα πουληθεί) και (W*L + R*K) είναι οι δαπάνες

του (δηλαδή οι μισθοί W που πρέπει να καταβάλει για την εργασία L εργαζομένων,

συν το ποσό R που χρειάζεται να πληρώσει για την αγορά του απαραίτητου

κεφαλαίου K).