H μακροοικονομική θεωρία είναι γνωστή σε όλους μας μέσα από τα καθημερινά

προβλήματα που αφορούν την οικονομία και προβάλλονται από τα MME (τόσος λόγος

γίνεται για τον ρυθμό του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, για την ανεργία και

το κρατικό έλλειμμα, για τα επιτόκια και τη φορολογία). Όλα όσα σχετίζονται με

την οικονομία ως σύνολο είναι το αντικείμενο της μελέτης των

μακροοικονομολόγων, οι οποίοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη λειτουργία της και

να προτείνουν λύσεις μέσω της άσκησης οικονομικής πολιτικής.

ΤΟ ΑΕΠ

Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αποτελεί μέτρο ιδιαίτερου

ενδιαφέροντος για τη μακροοικονομική, καθώς απεικονίζει το μέγεθος της

παραγωγής μιας οικονομίας και – άρα – δείχνει την παραγωγική επίδοση μιας

χώρας. Το ΑΕΠ μετράται, είτε σε όρους εισοδήματος μιας οικονομίας είτε σε

όρους δαπάνης για τη συνολική παραγωγή. Το συνολικό εισόδημα και η συνολική

δαπάνη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος (βλ. Γράφημα 1).

Τα νοικοκυριά προσφέρουν την εργασία τους έναντι αμοιβής στις επιχειρήσεις, οι

οποίες μαζί με το κεφάλαιο που διαθέτουν, παράγουν προϊόντα. Τα προϊόντα εν

συνεχεία διατίθενται στην αγορά προς πώληση και αγοράζονται από τα νοικοκυριά,

τα οποία πληρώνουν από το εισόδημα που έχουν εισπράξει από την εργασία τους.

Επομένως, το εισόδημα μιας οικονομίας πρέπει να ισούται με τη δαπάνη της.

Το ΑΕΠ μετρά την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα και

είναι διαφορετικό μέτρο από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕθΠ). Το

τελευταίο μετρά το εισόδημα των πολιτών μιας χώρας, είτε βρίσκονται στην

πατρίδα τους είτε αλλού, ενώ το γνωστό μας ΑΕΠ μετρά την παραγωγή των αγαθών

και υπηρεσιών που παράγονται εγχωρίως, είτε παράγονται από

ντόπιους είτε από αλλοδαπούς υπηκόους ή, διαφορετικά, είναι το εισόδημα των

κατοίκων, ντόπιων και ξένων.

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟ KAI ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ

Άλλη βασική διάκριση που χρήζει προσοχής, είναι αυτή μεταξύ

ονομαστικού και πραγματικού ΑΕΠ. Το

ονομαστικό ΑΕΠ δίνει την τρέχουσα αξία της παραγωγής, σε αντίθεση με το

πραγματικό το οποίο λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή των τιμών και για τον λόγο αυτό

υπολογίζεται σε σταθερές τιμές προκειμένου να γίνονται αξιόπιστες συγκρίσεις

για την παραγωγή μιας οικονομίας.

Πώς κατανέμεται, όμως, το ΑΕΠ σε μια οικονομία; Στους λογαριασμούς του εθνικού

εισοδήματος διακρίνονται τέσσερις βασικές κατηγορίες, οι οποίες δίνουν και την

εθνικολογιστική ταυτότητα του εισοδήματος:

Υ = C + Ι + G + Ν.Χ.

Όπου το Υ δηλώνει το ΑΕΠ της οικονομίας σε όρους εισοδήματος, C είναι η

κατανάλωση (των νοικοκυριών), Ι οι επενδύσεις (νοικοκυριών και επιχειρήσεων),

G οι δημόσιες δαπάνες (του κράτους) και Ν.Χ. οι καθαρές εξαγωγές (δηλαδή

εξαγωγές -Χ- μείον εισαγωγές (Ι.Μ.).

Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Δεύτερο βασικό αντικείμενο μελέτης αποτελεί ο πληθωρισμός. Τι είναι,

όμως, ο πληθωρισμός; Είναι η άνοδος που παρατηρείται στο γενικό επίπεδο των

τιμών, σε αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως Δείκτη Τιμών Καταναλωτή

(ΔΤΚ). Ο ΔΤΚ μετρά το κόστος διαβίωσης ενός αντιπροσωπευτικού

νοικοκυριού ή, όπως συχνά ακούγεται, ο ΔΤΚ είναι η τιμή του καλαθιού της

νοικοκυράς. Ας σημειωθεί στην παρούσα φάση ότι, σε αντίθεση με το ΑΕΠ το

οποίο μετρά την αξία όλης της παραγωγής σε μια χώρα, ο ΔΤΚ μετρά την αξία των

αγαθών και υπηρεσιών που είναι απαραίτητα για ένα νοικοκυριό, λαμβάνοντας

υπόψη ταυτόχρονα το ειδικό βάρος που έχει κάθε αγαθό και υπηρεσία στην

καθημερινότητα του νοικοκυριού. Ο πληθωρισμός (π), λοιπόν, δείχνει πόσο

αυξάνεται το κόστος αυτού του καλαθιού για κάθε έτος σε σχέση με το

προηγούμενο και εκφράζεται σε ποσοστό.

H ΑΝΕΡΓΙΑ

Τρίτο θεμελιώδες ζήτημα για τη μακροοικονομική θεωρία αποτελεί η ανεργία

(u), η οποία εκφράζεται και αυτή ως ποσοστό. Το ποσοστό της ανεργίας

σχετίζεται άμεσα με το εργατικό δυναμικό μιας χώρας, το οποίο είναι το σύνολο

των ανθρώπων μεταξύ 16 και 65 ετών που είναι δυνατό να εργαστούν. Το ποσοστό

της ανεργίας, κατά συνέπεια, δηλώνει τον αριθμό των ανέργων μιας οικονομίας ως

ποσοστό του εργατικού δυναμικού. H ύπαρξη μεγάλης ανεργίας αποτελεί κακό

σημάδι για την οικονομική επίδοση, καθώς ουσιαστικά υποδηλώνει την αδυναμία

της χώρας να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους παραγωγικούς της πόρους.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ OKUN

Τα προαναφερόμενα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και συνιστούν τον

«κορμό» της μακροοικονομικής θεωρίας και πολιτικής. Ο αριθμός των εργαζομένων

μιας οικονομίας προσδιορίζει (μεταξύ των άλλων) το ΑΕΠ της. Σύμφωνα με τον

οικονομολόγο Α. Okun (1962), η σχέση αυτή εκφράζεται ως εξής:

Μεταβολή (%) Πραγματικού ΑΕΠ = 3% – 2* Μεταβολή (%) Ποσοστού

Ανεργίας (Νόμος του Okun)

Νωρίτερα, ο οικονομολόγος Α.W. Phillips (1958) είχε παρατηρήσει τη σχέση

μεταξύ του ποσοστού της ανεργίας και του πληθωρισμού (βλ. Γράφημα 2).

Έτσι, έδειξε ότι πληθωρισμός και ανεργία κινούνται προς αντίθετες

κατευθύνσεις. Χαμηλότερος πληθωρισμός «κοστίζει» σε όρους ανεργίας, ενώ μείωση

της ανεργίας επιφέρει άνοδο του πληθωρισμού.

Σκοπός, επομένως, της μακροοικονομικής είναι η μελέτη αυτών των φαινομένων και

η πρόταση οικονομικών πολιτικών ώστε μια οικονομία να επιτύχει το καλύτερο

δυνατό ως σύνολο.

Tips

Το ποσοστό…

…της ανεργίας σχετίζεται άμεσα με το εργατικό δυναμικό μιας χώρας, το

οποίο είναι το σύνολο των ανθρώπων μεταξύ 16 και 65 ετών που είναι δυνατόν να

εργαστούν

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

* Barber J. William (1967) Α History of Economic Thought, England:

Penguin Books

* Hirschely Mark, Pappas L. James and Whigham David (1995): Managerial

Economics (European Edition), The Dryden Press

* Campbell McConnell, Stanley Brue, (2001) Economics, McGraw-Hill

Education

* Baye R. Michael, (2002) Managerial Economics and Business Strategy,

Higher Education

* Booker Robert, (2001) Study Guide to Accompany Managerial Economics in a

Global Economy, Harcourt College Publishers

* Bessanko David (2003), Economics of Strategy, John Wiley and Sons

(WIE)

* Henderson R. David, (1993) The Fortune Encyclopedia of Economics,

Warner Books Inc.