Κάθε βιβλίο έχει την εποχή του. Να, για παράδειγμα, αυτές τις ημέρες του Αυγούστου με το θερμόμετρο να φλερτάρει τους 34 βαθμούς είναι μια καλή εποχή για το «Εξω χιονίζει» του Σάκη Σερέφα. Ζέστη έξω, δροσιά «μέσα», σαν πρώτο ερέθισμα.

Λογοτεχνικό έργο μικρής φόρμας, το 58ο (!) βιβλίο του θεσσαλονικιού πολυγραφότατου πεζογράφου, δοκιμιογράφου, θεατρικού συγγραφέα, ποιητή, συγγραφέα παιδικών βιβλίων και εκπαιδευτικού είναι ένα δροσερό σφηνάκι κοκτέιλ που καταναλώνεται μονομιάς. Τι είναι άλλωστε 111 σελίδες (μαζί με τις σκόρπιες χιονονιφάδες); Είναι βιβλίο GTI, γρήγορο, με ρυθμό, με σαρκασμό, με τρυφεράδα, με σκληρές εικόνες αλλά χωρίς ωμότητες, με ανάγλυφες εικόνες από τη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη των αρχών του περασμένου αιώνα, η οποία κατά κάποιον τρόπο βίωσε ένα ιδιότυπο μεταναστευτικό τσουνάμι. Και βεβαίως φέρει τη σουρεαλιστική, σκωπτική, λοξή ματιά, σήμα κατατεθέν του Σάκη Σερέφα, με την οποία προσεγγίζει καταστάσεις, τις αποφορτίζει ή υπογραμμίζει την τραγικότητά τους.

Στη Βαβέλ του Θερμαϊκού

Το «Εξω χιονίζει» είναι ιστορίες έξι αλλοδαπών στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ που στρατοπέδευαν πέριξ της πόλης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η πόλη του Θερμαϊκού στιγμιαία μετατράπηκε σε Βαβέλ. Αγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Ινδοί, Σκωτσέζοι, Σενεγαλέζοι, Σιναλέζοι, άλλοι Αφρικανοί άρχισαν κατά μια έννοια να εγκαταβιώνουν εκεί αναμένοντας εντολές για να επιχειρήσουν. Πλην όμως δεν χρειάστηκε ποτέ. Δεν πολέμησαν, αλλά είχαν εχθρούς. Δεν έριξαν ούτε έναν πυροβολισμό, αλλά είχαν απώλειες. Δεν έκαναν μάχες σώμα με σώμα, αλλά είχαν προσωπικές αναμετρήσεις.

Στο «Εξω χιονίζει» εκφράζονται άνδρες της Αντάντ, και μάλιστα απλοί φαντάροι, άγνωστοι, που πρώτη φορά τούς δίνεται ονοματεπώνυμο εδώ. Και μας μιλούν σήμερα, με σύγχρονο λεξιλόγιο, χάρη στο κυρίαρχο εύρημα του βιβλίου (να το μαρτυρήσω θα είναι ζαβολιά) που αποκαλύπτεται από τις πρώτες του κιόλας αράδες.

Ο Σερέφας δίνει ζωή στον λευκό καμβά του με χρωστικές ουσίες τις ιστορίες του βρετανού φαντάρου Ρίτσαρντ Τζόνσον ο οποίος γράφει στους γονείς του (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, αναφέρεται στην πρώτη σέλφι παγκοσμίως, αυτή του συμπατριώτη του Τζον Σμιθ με τις σκηνοθετικές ανησυχίες), του Ακίλ Μπρετόν, ταχυδρόμου στη γαλλική στρατιά, που δίνει το ολέθριο περίγραμμα του δικού τους «πολέμου» –«στο μέτωπο της Μακεδονίας, εμείς οι φαντάροι είχαμε περισσότερους νεκρούς από ελονοσία παρά από σφαίρα αντιπάλου» -, του ιταλού ερωτιδέα από τη Νάπολι, Πιέτρο Λορέτι, που θέλησε αλλά δεν τόλμησε να γίνει «κατακτητής», του ρώσου Νικίτα Σμιρνόφ που παλεύει με την αγωνία της λησμονιάς, του ινδού Μπαμπαλάμ, παρία στην καταγωγή, σκουπιδιάρη του ινδικού σώματος σκαπανέων της βρετανικής στρατιάς, η προσωπική ιστορία στοχασμών του οποίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις γεμάτες τέφρα και συμφορά σελίδες της Θεσσαλονίκης.

Ο βραβευμένος συγγραφέας (και εκπαιδευτικός) συνειδητά επέλεξε ως ιστορικό υπόβαθρο της νουβέλας του τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, διότι σε εκείνη την περίοδο συμβαίνουν πολλά για την πόλη. Η Θεσσαλονίκη έχει ήδη γίνει ο έτερος γεωγραφικός (και πολιτικός) πόλος της έντονης διαμάχης του βασιλιά (Κωνσταντίνου Α’) και του Ελευθέριου Βενιζέλου, που είναι καταχωρισμένη ως Εθνικός Διχασμός, και με την έλευση των στρατευμάτων της Αντάντ η πόλη βιώνει ένα πολιτισμικό σοκ.

Είναι μια περίοδος η οποία δεν είναι καλοφωτισμένη και για τούτο ενδιαφέρουσα, εξηγεί ο συγγραφέας από την πόλη του, σημαίνοντας την εκκίνηση της συζήτησης μαζί του.

Τι ανακαλύψατε μελετώντας αυτή την ιδιαίτερη περίοδο;

Τότε η Θεσσαλονίκη έζησε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φάσεις της ιστορίας της και τούτο διότι σε διάστημα 100 ημερών υπερδιπλασιάστηκε ο πληθυσμός της. Σε κάθε αυτόχθονα κάτοικο αναλογούσε ένας ετερόχθων κάτοικος (σ.σ. διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνδρες της Αντάντ, ένα τεράστιο πλήθος δηλαδή, εγκαταστάθηκαν και στρατοπέδευσαν στην πόλη και στα πέριξ). Αλλάζουν η φυσιογνωμία και όλη η λειτουργία της πόλης.

Από Βαλκάνια, ανατολίζουσα πολιτεία, γίνεται μια πολυεθνική, πολυφυλετική και κοσμοπολίτικη πόλη.

Το έργο των στρατιών έγινε έργο υποδομών –δεν έδωσαν ποτέ μάχες -, η πόλη δεν γνώρισε αγριότητες πολέμου και έτσι οι στρατιώτες ασχολούνταν με το σκάψιμο ορυγμάτων, τη διάνοιξη δρόμων, την ανάπτυξη δικτύων ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, αποχέτευσης και τα βράδια ξεφάντωναν στα καφέ σαντάν, στα καμπαρέ, όπου τους ξάφριζαν οι επιτήδειοι Ελληνες.

Η όψη της πόλης άλλαξε απότομα και δραματικά.

Εχει ενδιαφέρον επίσης εκείνη η περίοδος διότι στα χρόνια εκείνα η Θεσσαλονίκη έχει σηκώσει το δικό της μπαϊράκι. Ο Βενιζέλος και η Τριανδρία ανακήρυξαν ανεξάρτητο κράτος με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ενώ γίνονταν μάχες ξένων και ελληνικών στρατευμάτων στην Κατερίνη.

Αυτό, για έναν άνθρωπο που γράφει, συνιστά το τέλειο υλικό για τις ιστορίες του. Δεν έχουμε ανάλογες περιπτώσεις που να αλλάζει το παραδοσιακό προφίλ πόλεων.

Και από αυτό το στοιχείο παρακινήθηκα να ρίξω ένα διαφορετικό βλέμμα σε ανθρώπους πολλοί από τους οποίους άφησαν την τελευταία τους πνοή –και σε νεαρή ηλικία –από ελονοσία, τύφο, δυσεντερία. Αυτοί ήταν οι εχθροί τους.

Προέκυψε ωστόσο το ζήτημα της οπτικής προσέγγισης. Εστίασα στο μικρό μέγεθος, όπως το close up της κινηματογραφικής κάμερας. Θέλησα να εστιάσω σε ιστορίες έξι στρατιωτών από διαφορετικές εθνότητες. Χρησιμοποίησα ως πρώτη πηγή αρχειακό υλικό από εφημερίδες της εποχής, επιστολές, ημερολόγια φαντάρων, αρχεία μουσείων και όταν απέκτησα μια εικόνα, όχι μόνο μεγάλης κλίμακας της πόλης αλλά και των ανθρώπων αυτών, άρχισα να δημιουργώ προσωπική σχέση μαζί τους. Κράτησα κάποια ψήγματα από τις μαρτυρίες τους κι έχτισα την ιστορία του βιβλίου.

Με τι είχαν να αναμετρηθούν;

Ο εχθρός των ανθρώπων εκείνων ήταν το σκοτάδι του αντίσκηνου, η μοναξιά, ο άσκοπος σκοπός, το αλλόκοτο περιβάλλον, το ανατολίτικο στο οποίο εγκιβωτίσθηκαν. Αντίκριζαν για πρώτη φορά μιναρέδες, τζαμιά, φέσια. Μας αντιμετώπιζαν ως ιθαγενείς των Βαλκανίων, όπως και ήμασταν, πλην ελαχίστων που είχαν νωρίτερα βρεθεί στην Ευρώπη.

Πώς βιώνει ένας απλός άνθρωπος το φαινόμενο του πολέμου και μάλιστα ζώντας το «ανώνυμα»;

Με σκληρό τρόπο και αυτό ήθελα να δείξω. Οτι δηλαδή ο πόλεμος, ακόμα και όταν δεν πέφτει τουφεκιά, είναι απάνθρωπος. Εδώ μπορεί να μην έχουμε αποτρόπαιες εικόνες, αλλά το αίσθημα είναι εξίσου ισχυρό διότι ξεριζώνει τον άνθρωπο από τον τόπο του, από τον εαυτό του, τον εγωισμό του.

Η ιστορική αυτή περίοδος με απασχολεί τουλάχιστον 20 χρόνια, αλλά πρώτη φορά εκφράζομαι γι’ αυτή λογοτεχνικά.

Ποια ήταν η εικόνα της πόλης τότε και πώς αυτό το σύνθετο παρελθόν της επηρεάζει την πραγματικότητά της σήμερα;

Με πολύ απτό τρόπο. Δίνεις, για παράδειγμα, ραντεβού στην οδό Δεσπερέ, όπου ήταν ο γάλλος αρχιστράτηγος των συμμαχικών στρατευμάτων, ή στον πλάτανο του Ντορέ, που υπάρχει και σήμερα, απέναντι από τον Λευκό Πύργο, στη σκιά του οποίου συγκεντρώθηκε ο ένοπλος πυρήνας του κινήματος της Εθνικής Αμυνας στις 16 Αυγούστου του 1916, ακριβώς πριν από εκατό χρόνια, ή στη Θεμιστοκλή Σοφούλη με τα ωραία σπίτια και τα εστιατόρια, η οποία τότε ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο και στάθμευαν υδροπλάνα των συμμάχων. Υπάρχει ακόμη το Ζεντελίκ, το συμμαχικό νεκροταφείο.

Επομένως μπορούμε να μιλάμε για ζώσα μνήμη;

Βεβαίως και είναι εξίσου ισχυρή με εκείνη από την κατοχή των Ναζί. Το περίεργο είναι πως πολλοί Θεσσαλονικείς δεν έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ωστόσο αντιλαμβάνονται ότι κινούνται σε ένα αστικό σκηνικό που περιλαμβάνει στοιχεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μένουν έκπληκτοι όταν συνειδητοποιούν πως ύστερα από έναν αιώνα ο αποκαλούμενος «Μεγάλος Πόλεμος» είναι εδώ. Πάντως, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια εκδοτική έκρηξη που αφορά την ιστορία της πόλης και φαίνεται να αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για αυτή μέσα από ένα ρεύμα το οποίο διαμορφώνεται κυρίως από νέους ηλικιακά ανθρώπους που έχουν δίψα να μάθουν, να γνωρίσουν το μέρος τους.

Τι κερδίζει κάποιος μαθαίνοντας την ιστορία της πόλης του;

Είναι ένας τρόπος να τη δει με άλλο μάτι. Να συνδεθεί περισσότερο και ουσιαστικά μαζί της, να αναπτύξει προσωπική σχέση, να νιώσει ότι δεν έτυχε απλώς να γεννηθεί εδώ. Προσωπικά αισθάνομαι να διασχίζω μια ιστορία 2.500 ετών με μια εντυπωσιακή πυκνότητα μνημείων, τόπων, κτιρίων. Σχεδόν σκοντάφτω πάνω τους. Είναι μια προίκα και μνημονικό βάθος. Και βοηθά να δω τον εαυτό μου ως υποκείμενο ενός ιστορικού σκηνικού αδιάλειπτης ζωής.

Το χιόνι στον τίτλο του βιβλίου υποδηλώνει ότι κάτι σκεπάζεται, καλύπτεται και τι ακριβώς;

Το χιόνι, όπως το αισθάνθηκα, είναι η λήθη που πέφτει πάνω στα πρόσωπα, σε μια πόλη, στις γενιές που έρχονται και φεύγουν και ξεχνιούνται. Το χιόνι μάς καταπίνει, μας σκεπάζει είναι μια άσπρη λωρίδα λήθης. Σκεφτείτε, περίπου 300.000 άνθρωποι ήρθαν εδώ, έζησαν, ένιωσαν, αλλά ξεχάστηκαν. Ολους θα μας σκεπάσει το χιόνι. Αλλωστε η μνήμη πηγαίνει το πολύ τρεις γενιές πίσω. Ποιος θυμάται τον προπάππο του;

Ως εκπαιδευτικός πώς κρίνετε τα πράγματα στον χώρο της παιδείας; Είναι πολύ άσχημα;

Το κακό είναι ότι πραγματοποιούνται με μηχανιστική μεταφορά εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά μοντέλα, που όμως έχουν εκπνεύσει από καιρό και εμείς τα παρουσιάζουμε ως καινοτόμα, ίσως και για να απορροφήσουμε ευρωπαϊκά κονδύλια.

Υπάρχει μια ολόκληρη φάμπρικα ομάδων εργασίας που εισηγούνται και υλοποιούν εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά προγράμματα στην παιδεία, οι οποίες διακρίνονται από δύο στοιχεία: από στείρο ακαδημαϊσμό και παντελή άγνοια της σχολικής πραγματικότητας και του περιβάλλοντος της σχολικής τάξης μέσα στην οποία θα εφαρμοστούν αυτά που εισηγούνται.

Τι παράδοση έχει η Ελλάδα στο χιούμορ;

Το χιούμορ είναι αγγλική επινόηση. Εχουμε περισσότερο παράδοση στον σαρκασμό, στον αυτοσαρκασμό, στην ειρωνεία και στο καλαμπούρι, που εκτιμώ απεριόριστα, όσο κι αν κάποιοι τα θεωρούν χοντροκομμένα. Το χιούμορ είναι ένα καλοφτιαγμένο σνίτσελ από άπαχο χοιρινό, ενώ η ελληνική σκωπτικότητα είναι η γαρδούμπα, το κοκορέτσι, ο τσιγεροσαρμάς!

Είμαστε εντέλει υπερβολικά σοβαροφανής χώρα;

Σοβαροφανής όχι, αλλά περισσότερο μελοδραματική στο κακό και στο ευχάριστο.

Σάκης Σερέφας

Εξω χιονίζει

Εκδ. Πόλις

Σελ. 120

Τιμή: 11 ευρώ