Οι καταναλωτικές δαπάνες συνεχίζουν να υπερκαλύπτουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών, αν και οι απώλειές τους εμφανίζουν σχετική μείωση. Αυτό προκύπτει από τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ για το β’ τρίμηνο του 2025, που δείχνουν ότι το κόστος ζωής παραμένει δυσβάσταχτο, ακόμα κι αν τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και άλλες πηγές βελτιώνονται.
Αναλυτικότερα, ενώ το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ανήλθε σε 41,9 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του έτους (+8,1%), η ιδιωτική κατανάλωση έφτασε τα 43,2 δισ. ευρώ (+5%). Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά… μπήκαν μέσα κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ. Το ίδιο τρίμηνο του 2024 το ακαθάριστο εισόδημα υπολογιζόταν στα 38,8 δισ. ευρώ, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες διαμορφώθηκαν στα 41,1 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα αρνητική αποταμίευση 2,3 δισ. ευρώ.
Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ανήλθε έτσι στο -3% κατά το β’ τρίμηνο του 2025, έναντι -6,1% το β’ τρίμηνο του 2024. Σημειώνεται ότι στο β’ και στο δ’ τρίμηνο κάθε έτους καταγράφονται οι μεγαλύτερες καθαρές απώλειες των νοικοκυριών, καθώς τα έξοδα κατανάλωσης παρουσιάζονται αυξημένα. Η αρνητική αποταμίευση αντανακλάται άλλωστε και στα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων των επιχειρήσεων, που ανήλθαν σε 5,6 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 27,2% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας των επιχειρήσεων, ελαφρώς βελτιωμένο από το 26,8% του β’ τριμήνου του 2024.
Ο πληθωρισμός «τρώει» τις αυξήσεις
Σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στη μεγάλη «χασούρα» των νοικοκυριών είναι ο επίμονος πληθωρισμός που παρατηρείται ειδικά στις υπηρεσίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 2,8% τον Νοέμβριο, έναντι 1,6% τον Οκτώβριο. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στα ξενοδοχεία και την εστίαση (καφέ-εστιατόρια), με 6,3%. Επιπλέον, σημαντική ήταν η αύξηση στο κόστος της στέγασης, που ανήλθε σε 4,7%, ενώ ακολούθησαν τα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά με 3%.
Το Παρατηρητήριο Πληθωρισμού της ΤτΕ για τον Δεκέμβριο αναφέρει ότι ο υψηλός πληθωρισμός του Νοεμβρίου αντανακλά κυρίως στις αυξήσεις που καταγράφηκαν στον τομέα των ξενοδοχείων και της εστίασης, στις τιμές ανεπεξέργαστων τροφίμων (ειδικά αβγά και κρέατα), καθώς και στη σημαντική αύξηση 4,5% που σημειώθηκε στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Η τελευταία, σε συνδυασμό με τη συνεχώς ανοδική πορεία των τιμών ενοικίασης και πώλησης κατοικίας, εξηγεί την αύξηση στο κόστος της στέγασης.
Οσον αφορά τις πληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από τις αμοιβές της μισθωτής εργασίας, η ΤτΕ αναφέρει ότι παρατηρείται μια σχετική μείωση τους τελευταίους μήνες, με την αύξηση των μισθών στην Ελλάδα να κινείται στα επίπεδα του μέσου όρου της ευρωζώνης, πέριξ του 4% στο γ’ τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά 8,1% σε ετήσια βάση και κατά 0,5% σε επίπεδο τριμήνου χωρίς διόρθωση ως προς την εποχικότητα και τον αριθμό των εργάσιμων ημερών. Με την εποχική διόρθωση, η αύξηση υπολογίζεται στο 7,4% ετησίως, ενώ σε επίπεδο τριμήνου καταγράφεται μείωση 1,6%.
Παράλληλα, ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας μειώθηκε σημαντικά κατά 6,4% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε στις 45.687 θέσεις στα τέλη του γ’ τριμήνου, έναντι 48,813 την περσινή χρονιά. Ωστόσο, στα τέλη του β΄ τριμήνου της φετινής χρονιάς οι κενές θέσεις εργασίας ήταν σημαντικά λιγότερες και υπολογίζονταν σε 38.834.







