Καθώς ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αφήνει να εννοηθεί ότι εξετάζει στρατιωτικό πλήγμα εναντίον της Βενεζουέλας, οι σύμμαχοι, οι αντίπαλοι και οι ίδιοι οι Αμερικανοί αναρωτιούνται αν πρόκειται για ένα ακόμη διαπραγματευτικό τέχνασμα, για επίδειξη ισχύος στα σύνορα της αμερικανικής σφαίρας επιρροής ή το προοίμιο μιας σύγκρουσης που θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση ολόκληρης της περιοχής. Πίσω από τις μυστικές συνομιλίες, τις γεμάτες απειλές δηλώσεις και την αιφνίδια στρατιωτική κινητοποίηση διαφαίνεται ένα θολό τοπίο με ανοιχτές όλες τις επιλογές.

Προ ημερών, κατά την επιστροφή του στο Μαρ-α-Λάγκο, ο Ντόναλντ Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι έχει σχεδόν αποφασίσει αν θα εξαπολύσει στρατιωτικά πλήγματα κατά της Βενεζουέλας. Αν και δεν αποκάλυψε λεπτομέρειες, τα λόγια του έδωσαν νέα ένταση στη συζήτηση που εξελίσσεται εδώ και μήνες γύρω από το ενδεχόμενο άμεσης αμερικανικής παρέμβασης. Επισήμως, ο Τραμπ διατηρεί ανοιχτές όλες τις επιλογές, ανεπίσημα όμως ισχυροί σύμβουλοι και συνεργάτες του ωθούν ενεργά προς μια επιθετική στρατηγική που θα είχε στόχο την απομάκρυνση του Νικολάς Μαδούρο από την εξουσία.

Οι υποστηρικτές ενός πλήγματος παρουσιάζουν τη στρατιωτική λύση ως μοχλό αναγέννησης για τη βαθιά πληγωμένη χώρα. Υποστηρίζουν ότι η ανατροπή του καθεστώτος θα έβαζε τέλος σε χρόνια καταπίεσης και οικονομικής κατάρρευσης, επιτρέποντας σε εκατομμύρια εκτοπισμένους Βενεζουελανούς – πολλοί από τους οποίους ζουν πλέον στις ΗΠΑ – να επιστρέψουν. Για την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία επιθυμεί να απελάσει μεγάλο μέρος αυτής της κοινότητας, ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι μόνο γεωπολιτικά ελκυστικό, αλλά και εσωτερικά χρήσιμο.

Οι επικριτές προειδοποιούν για ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα: μια βίαιη ανάφλεξη στην περιοχή, νέο κύμα προσφύγων, πιθανή εμφύλια σύρραξη και μια ακόμη μακροχρόνια περιπέτεια που αντιφάσκει με την υπόσχεση του Τραμπ να απομακρύνει τις ΗΠΑ από «ατελείωτους πολέμους». Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική παρουσία στην Καραϊβική έχει ήδη ενισχυθεί θεαματικά. Με την άφιξη της ομάδας κρούσης του «USS Ford» κοντά στη βενεζουελανική ακτή, η περιοχή γνωρίζει την πιο μαζική συγκέντρωση αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων μετά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα.

Η αβεβαιότητα εντείνεται από προειδοποιήσεις των αμερικανικών Αρχών προς αεροσκάφη που πετούν πάνω από τη Βενεζουέλα, αλλά και από πρόσφατα πλήγματα σε πλοιάρια που οι ΗΠΑ χαρακτηρίζουν διακινητές ναρκωτικών – επιχειρήσεις που έχουν κοστίσει τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους, ανοίγοντας μια συζήτηση ακόμη και για παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Παράλληλα με τις στρατιωτικές κινήσεις, η κυβέρνηση φέρεται ότι έχει εγκρίνει μυστικές επιχειρήσεις της CIA στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί μυστικά κανάλια επικοινωνίας με τον Μαδούρο. Η εικόνα που προκύπτει είναι μιας πολιτικής γραμμής ταλαντευόμενης ανάμεσα στη διαπραγμάτευση και την επίδειξη ωμής ισχύος.

Σύμφωνα με πηγές, όπως επισημαίνουν οι «Times», ο Τραμπ δείχνει να πείθεται όλο και περισσότερο ότι η εξουδετέρωση του Μαδούρο είναι αναγκαία. Το πρόσωπο που φαίνεται να καθοδηγεί αυτή τη μεταστροφή είναι ο σύμβουλος Στίβεν Μίλερ, ο οποίος βλέπει τη Βενεζουέλα όχι μόνο ως ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ως κλειδί για την αυστηρή μεταναστευτική ατζέντα του Λευκού Οίκου. Για τον Μίλερ και για πολιτικούς όπως ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο Μαδούρο δεν είναι απλώς αυταρχικός ηγέτης, αλλά επικεφαλής ενός «ναρκο-καρτέλ» που δηλητηριάζει τις ΗΠΑ με φαιντανύλη, αφήγημα που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως νομικό και ηθικό υπόβαθρο για στρατιωτική δράση.

Το πρόβλημα, όπως επισημαίνουν πολλοί ειδικοί στη Λατινική Αμερική, είναι ότι το λεγόμενο «Καρτέλ των Ηλιων» δεν είναι ενιαία οργάνωση αλλά ένα σύνολο χαλαρά συνδεδεμένων ομάδων εντός των ενόπλων δυνάμεων της Βενεζουέλας.

Μέσα στο Πεντάγωνο και τις υπηρεσίες πληροφοριών υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις: για τη νομιμότητα των πληγμάτων, την αξιοπιστία των πληροφοριών και την περιορισμένη ενημέρωση προς το Κογκρέσο. Η παραίτηση του ναυάρχου Αλβιν Χόλσεϊ ενίσχυσε τις ενδείξεις ότι υπάρχει εσωτερική διαφωνία.

Πίσω από τη ρητορική περί «ναρκο-πολέμου» κρύβεται και ένας δεύτερος στόχος: η μεταναστευτική πολιτική. Με εκατομμύρια Βενεζουελανούς να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, η κυβέρνηση Τραμπ έχει αναζητήσει νομικά εργαλεία για να πραγματοποιήσει μαζικές απελάσεις. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική κλιμάκωση λειτουργεί ως θεμέλιο για αυτή τη στρατηγική.

Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει αν τελικά δοθεί το πράσινο φως για πλήγματα. Η αντιπολίτευση, με επικεφαλής τη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, δηλώνει έτοιμη να αναλάβει τα ηνία. Αλλοι σύμβουλοι του Τραμπ προτείνουν μια πιο «χειρουργική» προσέγγιση: να αυξηθεί τόσο η πίεση, ώστε κάποιος από το περιβάλλον Μαδούρο να τον ανατρέψει εσωτερικά. Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν τη δομή του καθεστώτος προειδοποιούν ότι έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτικό και ικανό να απορροφά ακόμη και ακραίες πιέσεις.

Το σενάριο της αμερικανικής επέμβασης παραμένει αντιδημοφιλές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, άνθρωποι κοντά στον Λευκό Οίκο πιστεύουν ότι ο Τραμπ έχει ήδη καταλήξει: ο Μαδούρο «πρέπει να φύγει». Το μόνο που μένει να αποφασιστεί είναι πότε και πόσο ισχυρό θα είναι το πλήγμα.