Τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής του εκστρατείας ο Ντόναλντ Τραμπ επαναλάμβανε, καθημερινά σχεδόν, τη διαβεβαίωση ότι τον πόλεμο στην Ουκρανία θα τον τελειώσει αμέσως, στο διάστημα μεταξύ της εκλογής και της ορκωμοσίας του. Οταν εκ των υστέρων ο ίδιος επιχείρησε να παρουσιάσει τις δηλώσεις αυτές ως «σχήμα λόγου» και όχι ως δέσμευση, το CNN μέτρησε 53 επαναλήψεις της ίδιας δήλωσης μέσα στην προεκλογική περίοδο.

Η εναρκτήρια της θητείας του πανηγυρική ομιλία, ωστόσο, δεν περιείχε καμία αναφορά είτε στην Ουκρανία είτε στη Ρωσία. Μερικές ημέρες αργότερα, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων φάνηκε να υιοθετεί σκληρή γραμμή. Δήλωσε πως είναι έτοιμος να κάνει «μια μεγάλη χάρη» στον Πούτιν, βοηθώντας να τελειώσει ο πόλεμος. Αλλά πως ο ρώσος πρόεδρος πρέπει να διαλέξει αν θέλει τα πράγματα να γίνουν με τον «εύκολο» ή με τον «σκληρό» τρόπο. Είτε συμφωνία είτε επιβολή «υψηλών φόρων, δασμών και κυρώσεων σε οτιδήποτε πουλάει η Ρωσία».

Εναν μήνα αργότερα, στροφή. Ο Ζελένσκι αντιμετώπισε στον Λευκό Οίκο εκείνο το δίχως προηγούμενο σόου δημόσιου εξευτελισμού, με τον Τραμπ να λέει, με τις κάμερες ανοιχτές, πως η Ουκρανία δεν έχει χαρτιά στα χέρια της, είναι χαμένη ήδη και πρέπει να διαπραγματευτεί τις ρωσικές αξιώσεις. Λίγους μήνες αργότερα, και αφού το Κίεβο είχε υποχρεωθεί να υπογράψει συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις σπάνιες γαίες, ο Τραμπ δήλωνε ότι η Ουκρανία θα πρέπει να αποδεχθεί ότι τα εδάφη που κέρδισε με τα όπλα η Ρωσία είναι οριστικά χαμένα. Κι ύστερα ήρθε η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα που ξεκίνησε με φανφάρα και κατέληξε σε φιάσκο. Νέα στροφή. Η Ρωσία – είπε ο Τραμπ τον Σεπτέμβριο – είναι μια «χάρτινη τίγρη». Η Ουκρανία, αντίθετα, «με την υποστήριξη των Ευρωπαίων», μπορεί να ανακτήσει όλα τα εδάφη της, στην αρχική τους μορφή.

Και το γαϊτανάκι συνεχίζεται. Μια συνάντηση κορυφής στη Βουδαπέστη ανακοινώθηκε και μετά από λίγο ματαιώθηκε. Επειτα ανακοινώθηκαν οι αμερικανικές κυρώσεις στις ρωσικές εταιρείες υδρογονανθράκων και εξαγγέλθηκε ο στόχος να διακοπεί ολοκληρωτικά και άμεσα η ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς τις αγορές της Δύσης, της Ευρώπης προπάντων, μα και της Τουρκίας. Κι ύστερα έφθασαν στην Αθήνα οι αμερικανοί υπουργοί για να ανακοινώσουν μεγάλες ενεργειακές συμφωνίες και ενεργοποίηση του «κάθετου διαδρόμου» από την Αλεξανδρούπολη ως το Κίεβο, για την υποκατάσταση της φθηνής ρωσικής ενέργειας.

Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Για την επόμενη μέρα, την επόμενη στροφή, την επόμενη προεδρική ανάρτηση στο Truth Social κανείς στον κόσμο δεν βάζει το χέρι στη φωτιά. Γιατί αυτό που παρακολουθούμε είναι μια διαπραγμάτευση σε ζωντανή μετάδοση, με διαρκείς μεταπτώσεις, και σ’ ένα συναλλακτικό πλαίσιο εκτός του παραδοσιακού «Ατλαντισμού» των μεταπολεμικών δεκαετιών.

Οι δηλώσεις εναλλάσσονται, το κλίμα αλλάζει, μα ο στόχος είναι ο ίδιος. Ο Λευκός Οίκος προσπαθεί, πράγματι, να επιβάλει ειρήνευση στην Ουκρανία, πότε με τον «εύκολο» και πότε με τον «σκληρό» τρόπο, πότε με το καρότο και πότε με το μαστίγιο. Δεν το κάνει επειδή δεν θέλει να χάνονται ανθρώπινες ζωές ή επειδή θέλει να ενισχύσει μια υποψηφιότητα για το Νομπέλ ειρήνης. Ούτε επειδή δεν θέλει να δημιουργήσει προηγούμενο στη διεθνή ζωή η ανοχή και επιβράβευση της εισβολής μιας χώρας σε μιαν άλλη. Η ειρήνευση στην Ουκρανία, ως στόχος, συνδέεται, προφανώς, με τον ευρύτερο στόχο της αμερικανικής κυριαρχίας στο ενεργειακό πεδίο, του ελέγχου των κρίσιμων ενεργειακών δικτύων. Και με σχέδια που εκτείνονται, θεωρητικά, πολύ πέραν του πεδίου της μάχης, περιλαμβάνουν τη φιλοδοξία αμερικανικής συμμετοχής στην εκμετάλλευση των ρωσικών πόρων και τη δημιουργία μιας οδού που ξεκινά από την Ινδία και διακόπτει τον νέο «δρόμο του μεταξιού».

Κατά κάποιον τρόπο, όσα ανακοινώθηκαν στην Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες, κατά την ατλαντική ενεργειακή σύνοδο και η στροφή του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Aνατολική Μεσόγειο στον ίδιο στρατηγικό ορίζοντα εντάσσονται. Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να δεχθεί τον ρόλο της στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι, ως ευκαιρία. Αρκεί να μην την εκλαμβάνει ως ασφαλιστήριο συμβόλαιο διαρκείας. Να μην πιστέψει ότι «η Ουάσιγκτον ψήφισε Ελλάδα». Να μην αγνοεί τη συνάρτηση αυτής της «ψήφου» με την κάθε φορά συγκυρία της Μεγάλης Διαπραγμάτευσης. Και να μην εγκαταλείπει την αναζήτηση μιας νέας συναίνεσης για μια νέα, πολύ πιο σύνθετη στρατηγική ασφάλειας.