Αυτό το καλοκαίρι στρογγυλοκάθισε για τα καλά ανάμεσά μας. Πόσοι ήμασταν στην παρέα; Τέσσερις; Υπήρχε πάντα και ένας πέμπτος. Στην παραλία; Πέντε; Τσουπ και ένας έκτος. Στην ταβέρνα; Εξι; Να ‘σου και ο έβδομος. Πάντα και παντού μας ακολουθούσε αυτό το καινούργιο, αόρατο μέλος της παρέας, το chatGPT. Δεν μας άφηνε να διαφωνήσουμε, να συζητήσουμε, να ανταλλάξουμε πληροφορίες. Με το που έσκαγε μια ερώτηση, πριν προλάβει να διατυπωθεί κάποια πιθανή απάντηση, το chatGPT τίθετο προ των ευθυνών του, αυτών του παντογνώστη. Επειδή μάλιστα οι ερωτήσεις γίνονταν φωνητικά, ένιωθες την ανάγκη να βρεθεί μια επιπλέον καρέκλα για να καθίσει αυτός ο αόρατος επισκέπτης.

Τι ρωτούσαμε το chatGPT; Ο,τι μας κατέβαινε στο κεφάλι. Σαχλαμάρες που ακόμη και αν ξέραμε την απάντηση, έπρεπε να την επικυρώσει αυτός ο τύπος. Για παράδειγμα, ποια η διαφορά του αλευριού από το σιμιγδάλι. Το οποίο, για έναν περίεργο λόγο, το θυμόμουν από τα Οικοκυρικά (Αρσακειάς γαρ) στο σχολείο. Ε, όσες φορές κι αν φώναξα «Είδος αλευριού είναι το σιμιγδάλι» στον βρόντο πήγαν. Επρεπε να γίνει η επίσημη ανάγνωση. Το πότε πέθανε η Φραντζέσκα Ιακωβίδου (ναι, αυτό) ουδείς το ήξερε με ακρίβεια, ο φίλος απευθυνόταν στο κινητό του επαναλαμβάνοντας με στόμφο «Η Φραντζέσκα Ιακωβίδου πέθανε», εγώ που δεν καταλάβαινα τι έκανε του έλεγα «Αυτό το ξέρουμε, το πότε δεν ξέρουμε», εκείνος με μούτζωνε διότι η φωνή μου ήταν ηχητική παρενόχληση, τέλος πάντων, μέχρι να συνεννοηθούμε, παραλίγο να τσακωθούμε.

Το chatGPT έχει μπει καταλυτικά στη ζωή μας και είμαστε ακόμη στην αρχή. Έχω όμως την εντύπωση ότι, αντί να καλύπτει άγνοιες και κενά γνώσεων, τις αποκαλύπτει. Όταν ας πούμε βλέπω στα σόσιαλ μίντια κείμενο – σεντόνι ανθρώπου που ξέρω την εκφορά του λόγου του, τις λέξεις που χρησιμοποιεί, το πόσο δύσκολα μπορεί να γράψει πέντε αράδες, να μην καταλάβω ότι είναι προϊόν chatGPT; Ή όταν ακούω να αναπτύσσει μια περισπούδαστη θεωρία για θέμα εκτός των ενδιαφερόντων του αλλά εντός της επικαιρότητας; Και ύστερα είναι αυτή η άψυχη συρραφή σωστών αλλά «στεγνών» λέξεων, ο αποπροσωποιημένος λόγος, γραπτός η προφορικός, και κυρίως η ανυπαρξία του ανθρώπινου λάθους, αυτού δηλαδή που κάνει μοναδικά και αναντικατάστατα τα «ανθρώπων έργα».

Κανονικά εδώ θα έπρεπε να γράψω για το δυσοίωνο μέλλον που «στρώνει» η κατάχρηση του chatGPT, το πώς στραγγαλίζει την ανθρώπινη σκέψη και τέτοια. Αλλά μετά θυμήθηκα ένα απόσπασμα από τον «Κίτρινο φάκελο» του Μ. Καραγάτση (με έχει «καταστρέψει» αυτός ο συγγραφέας). Ο ήρωας επισκέπτεται, στη δεκαετία του 1930, ένα εργοστάσιο κατασκευής νεροχυτών από αλουμίνιο, μεγάλη καινοτομία για εκείνη την εποχή. Και σκέφτεται πως πρόκειται για ένα μαζικό βιομηχανικό προϊόν, χωρίς την «ταυτότητα» και την τέχνη του μαρμαροτεχνίτη που έχει ο μαρμάρινος νεροχύτης. Ωστόσο, στη συνέχεια, αναλογίζεται ότι αν ένας άνθρωπος του 5ου π.Χ. αιώνα έβλεπε έναν μαρμάρινο νεροχύτη, θα έλεγε «Γιατί τόσος κόπος να κατασκευαστεί αυτό το πράγμα αφού μπορεί κάποιος να πλύνει τα σκεύη του σε μια πηγή;». Αυτά.