Το κλισέ για την περιγραφή του εκλογικού ανταγωνισμού της τελευταίας διετίας είναι ότι η ΝΔ παίζει χωρίς αντίπαλο. Όμως η απουσία ισχυρού αντιπάλου στο εκλογικό παιχνίδι εγκυμονεί κινδύνους. Και αυτό γιατί το εκλογικό παιχνίδι είναι από τη φύση του βασισμένο στη σύγκριση των αντιπάλων. Στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαπενταετίας μάλιστα είναι βασισμένο στην αρνητική σύγκριση. Όποιος πείσει ότι ο αντίπαλός του είναι χειρότερος από τον ίδιο είναι και αυτός που κερδίζει το τρόπαιο της εξουσίας. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2015, όσο και η ΝΔ από το 2016 έως και το 2023 πέτυχαν χρησιμοποιώντας αυτόν ακριβώς τον σχεδιασμό. Ιδιαίτερα μάλιστα η περίπτωση του 2023, όταν η ΝΔ επέμενε – με τη βοήθεια και των δημοσκοπικών καταγραφών που συστηματικά υπερεκτιμούσαν την απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ – να ανάγει την τότε αξιωματική αντιπολίτευση σε ισχυρό και επικίνδυνο αντίπαλο, αποδεικνύει τη σημασία της ύπαρξης ενός εχθρού. Συνεπώς η ανάγκη άμεσου εντοπισμού του σημερινού εχθρού της ΝΔ είναι επιτακτική. Ποιος όμως θα είναι αυτός;
Παρότι οι επιλογές για τη ΝΔ είναι θεωρητικά αρκετές, στην πράξη μόνο μία από αυτές δύναται να προσφέρει στη ΝΔ – και στην ηγεσία Μητσοτάκη – τα κέρδη της δοκιμασμένης τακτικής του «δείτε πόσο χειρότερος είναι ο αντίπαλος». Ο συρρικνωμένος ΣΥΡΙΖΑ έχει πέσει πλέον κατηγορία, το υπό ίδρυση κόμμα του Αλέξη Τσίπρα εμφανίζει περιορισμένη δυναμική και αναμένεται να εμπλακεί σε αέναες και κοστοβόρες αντιπαραθέσεις με όλα τα κομμάτια και τα πρόσωπα που κάποτε συναποτέλεσαν ένα κυβερνητικό σχήμα, η Πλεύση Ελευθερίας αρνείται να ενηλικιωθεί σε κόμμα εξουσίας και η Ελληνική Λύση αυτοπεριορίζεται σε ένα πεπερασμένο ακροατήριο ακραία συντηρητικών ψηφοφόρων που καλοδέχονται τη συνωμοσιολογία. Κανένας από τους παραπάνω δεν μπορεί να πείσει ως ισχυρός, ή ακόμα και επικίνδυνος, αντίπαλος της ΝΔ. Μόνη επιλογή λοιπόν μένει το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα που άλλωστε η ηγεσία Μητσοτάκη επιχείρησε να «κοπιάρει» προκειμένου να στηρίξει τη νέα ταυτότητα της ΝΔ ως μεταρρυθμιστικής πολιτικής δύναμης. Ενας αντίπαλος που στην πραγματικότητα μας μοιάζει, συνιστά άλλωστε μεγαλύτερη απειλή. Συνεπώς, το ΠΑΣΟΚ είναι ο αντίπαλος που πρέπει να αποδομηθεί.
Ο στόχος υπηρετείται από τη ΝΔ ήδη με δύο τρόπους. Κατά πρώτον, με τη συμπερίληψη του προ εικοσαετίας κυβερνητικού παρελθόντος του ΠΑΣΟΚ κάθε φορά που ανασύρεται το επιχείρημα περί «διαχρονικών παθογενειών» ως ερμηνεία της αναποτελεσματικότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κατά δεύτερον, με τη ρητορική ταύτισης του ΠΑΣΟΚ με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία είναι βαριά στιγματισμένα για το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν, αλλά και τις παλινωδίες που ακολούθησαν την ήττα του 2023. Η στρατηγική της αποδόμησης του ΠΑΣΟΚ βέβαια βαθαίνει τα χαρακώματα ανάμεσα στα δύο κόμματα και καθιστά απίθανη τη μετεκλογική συνεργασία τους στην περίπτωση που αυτή απαιτηθεί μετά τις επόμενες κάλπες, μια περίπτωση που μοιάζει εξόχως πιθανή λόγω των χαμηλών ποσοστών στα οποία φαίνονται να παγιώνονται και τα δύο. Υπό την έννοια αυτή, ο δρόμος που επιλέγει να πορευτεί η ΝΔ οδηγεί σε ένα πολιτικό αδιέξοδο. Η αναζήτηση των «νέων βαρβάρων» κινδυνεύει να οδηγήσει στην εκβαρβάρωση της πολιτικής ζωής της χώρας, με την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης να οδηγεί σε νέες εκλογές και τον ακραίο και αντιπαραγωγικό λόγο να κερδίζει έδαφος, εκμεταλλευόμενες τη σίγουρα διευρυνόμενη αποχή. Είναι μεγάλο κρίμα που επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει τα κομματικά της οφέλη, η ηγεσία της ΝΔ οδηγεί τη χώρα σε συλλογικές ζημίες.







