Αισθάνεται κανείς πως δεν θα του έφτανε μια ολόκληρη ζωή προκειμένου να διευκρινίσει και να καταλάβει τις σχέσεις των ανθρώπων με την εξουσία, με κάθε μορφής εξουσία, κυρίως όμως την πολιτική. Πώς γίνεται ταυτόχρονα να την αναθεματίζουμε όλοι μαζί και να τη χρησιμοποιούμε, να δείχνουμε ότι την αποστρεφόμαστε ενώ βαθύτατα την ορεγόμαστε, να πειθαρχούμε στα κελεύσματά της, αν και εκφράζουμε τον θαυμασμό μας για όποιον εκδηλώνει έστω και μια στοιχειώδη μορφή «ανυπακοής» σε αυτά τα κελεύσματα, κυρίως όμως να θεωρούμε οποιοδήποτε στοιχείο «εξανθρωπισμού» της ως έναν αναβαθμό για την κατάργησή της. Μια συνθήκη που τη ζούμε τις μέρες αυτές με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ενα σκάνδαλο που αν θα επαναληφθεί με μαθηματική ακρίβεια, σε ένα κοντινό ή μακρινό μέλλον, είναι γιατί, αν και πεπεισμένοι βαθιά μέσα μας ότι την ίδια ακριβώς στιγμή με την αποκάλυψή του, αντίστοιχα σκάνδαλα ή κυοφορούνται ή είναι εν εξελίξει, δείχνουμε να πέφτουμε από τα σύννεφα για το πώς είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια ανήκουστα πράγματα.
Αυτή η διάσταση ανάμεσα στην κατάπληξη που εκφράζουμε (μια αναμφισβήτητα έκφραση ηθικής υγείας, αν ήταν πραγματική) και στη βαθύτατη και ουσιαστική παραδοχή μας για όσα καταδικαστέα γνωρίζουμε πως ήδη συμβαίνουν, αποτελεί, με τους τόνους υποκρισίας που συνεπάγεται, τον ασφαλέστερο δείκτη για τη διαιώνιση μιας, με τα λόγια μόνο χαρακτηρισμένης, ως αδιανόητης και ανήκουστης συνθήκης. Να επιφυλάσσεσαι όχι μόνο στο υφιστάμενο αλλά σε κάθε πολιτικό σύστημα, και ταυτόχρονα να εναποθέτεις τη λύση των προβλημάτων σε αυτά ακριβώς τα πολιτικά συστήματα που αμφισβητείς, συνιστά ή την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καιροσκοπισμού ή ενός πραγματικού αδιεξόδου, σε βαθμό που να γίνεται αδύνατη οποιαδήποτε συνέχεια θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα. Είναι με τον τρόπο αυτό που άνθρωποι φαινομενικά ή και πραγματικά ανεύθυνοι για όσα δραματικά συμβαίνουν, μεταβάλλονται σε ένα είδος έμμεσων συνεργών ώστε η καταγγελλόμενη δραματικότητα, αν όχι να ογκούται, να παραμένει πάντα σε σταθερά υψηλά επίπεδα καθώς παρέχεται η πίστωση σε όλους τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς να προτείνουν ως σωτήριες λύσεις που έχουν ήδη χρεοκοπήσει.
Αν θα ήθελε να εντοπίσει κανείς την πηγή του συνόλου σχεδόν των δοκιμασιών που υφίσταται μια κοινωνία, είναι πως οποιαδήποτε λύση προϋποθέτει μία σε βάθος αλλαγή των ίδιων των ανθρώπων μοιάζει τόσο ανέφικτη ώστε να γίνεται αδιανόητη. Ακούγεται ως κάτι πολύ πιο πραγματοποιήσιμο, μια λύση που, αν και έχει διαψευστεί τόσες φορές όσες τουλάχιστον έχει εκστομιστεί, μπορεί να ισχύσει, παρά μια λύση που έχουμε ανεπίσημα εκπαιδευτεί ώστε να τη θεωρούμε απίθανη να υπάρξει. Και όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα κάνουν απλώς τη δουλειά τους γιατί με το να μεταβάλλεται σε αποδιοπομπαίο τράγο ένα μέρος μόνο του πολιτικού συστήματος, όπως το εκφράζει πάντα ακόμα και η πιο πλειοψηφική κυβέρνηση, δεν είναι υποχρεωμένα να γίνονται δυσάρεστα στους ψηφοφόρους τους πως για να υπάρξει μια πραγματική αλλαγή και βελτίωση χρειάζεται να στρατευτούμε όσο γίνεται περισσότεροι στην προσπάθεια αυτή.
Διαφορετικά ο τίτλος ενός θεατρικού έργου που έκανε πάταγο τη δεκαετία του ’60 («Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι» του Πάβελ Κόχουτ) θα δείχνει πως, έστω και αν έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε που γράφτηκε, δεν έχει τίποτα ουσιαστικά αλλάξει. Και η σημερινή εγχώρια κρίση θα ξεπεραστεί και αυτή – δυστυχώς – αναίμακτα καθώς το «Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι» όχι απλά δεν έχει γίνει κοινή συνείδηση, αλλά ηχεί και ακατανόητο στα αφτιά μας.







