Μια εγκαταλελειμμένη ταβέρνα στην ελληνική επαρχία. Μια επιγραφή – «Θήβα Μοναξιά» – από εκείνες που διαβάζουν οι οδηγοί στις καρότσες των προπορευόμενων φορτηγών. Και μια ηρωΐδα – η Αντιγόνη – που αν και εκ πρώτης τη γνωρίζουν όλοι, η αλήθεια της βρίσκεται διάσπαρτη σε σπαράγματα μνήμης. Είναι η πρώτη ύλη με την οποία η Ολια Λαζαρίδου στήνει μια νέα παράσταση -πρόταση για το Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, που θα κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου σε μια λαϊκή παραλογή εμπνευσμένη από τον μύθο της Αντιγόνης του διακεκριμένου με κρατικό βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου συγγραφέα και σεναριογράφου Κυριάκου Χαρίτου. Με τη διπλή ιδιότητα της σκηνοθέτιδας και της ηθοποιού μιλά στο «Νσυν» για το νέο της αυτό εγχείρημα.
Η «Θήβα Μοναξιά» είναι ένα ονειρικό μουσικό μνημόσυνο σε μια ξεχασμένη ταβέρνα και σε μια ξεχασμένη επαρχιακή πόλη όπως είναι και η Θήβα.
Ηθελα, παίρνοντας μια αρχετυπική ιστορία, όπως είναι εκείνη της Αντιγόνης – που όλοι, λίγο πολύ ακόμα κι αυτοί που δεν την έχουν διαβάσει, την ξέρουν και που είναι κάπως με αυτή την έννοια ριζωμένη στο ασυνείδητό μας – να αποτελέσει την αφορμή για μια παράσταση που να έχει τον χαρακτήρα της ως αφορμή. Να δημιουργεί την αίσθηση που έχει όταν ονειρεύεται κάποιος, όπου όλα περιστρέφονται γύρω από μια ιστορία με διαφορετικούς τρόπους, και ενώ φαινομενικά μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με αυτή την ιστορία, τελικά έχουν.
Δεν βλέπουμε την Αντιγόνη στην παράστασή μας. Την ψάχνουμε μέσα από τη διαδρομή της παράστασης. Νιώθουμε τον απόηχό της. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με την Αντιγόνη, αλλά με πολλά θέματα καθημερινά. Κρίνοντας από τον εαυτό μου διαπιστώνω για παράδειγμα ότι πολλά πράγματα τα ζούμε μέσα στον απόηχό τους, βρίσκονται στην ψυχή μας, στις μνήμες μας από τους ανθρώπους και τα μέρη που ζήσαμε, χωρίς να τους συναντάμε πλέον. Το ίδιο συμβαίνει και με πράγματα που ζούμε πια μέσα από τον κόσμο του Διαδικτύου και όχι την πρώτη τους ενέργεια.
Πρόθεσή μου είναι να δημιουργήσω ένα ποίημα. Στα ποιήματα βλέπουμε αποκρυσταλλωμένη μια μεταφορά με την οποία ο θεατής θα ταξιδέψει και τα κενά του θα τα συμπληρώσει με τους δικούς του συνειρμούς.
Τελικά θα έλεγα ότι η παράσταση «Θήβα Μοναξιά» είναι ένα όνειρο που αποτυπώνεται μέσα από διάφορα κτερίσματα μνήμης, τα οποία αποδίδονται με έναν θεατρικό αλλά και μουσικό και συνειρμικό, ταυτοχρόνως, τρόπο.
Με ενδιέφερε πάρα πολύ να δουλέψω με αυτόν τον τρόπο που έχει σχέση με τον ρυθμό, τη μουσικότητα της εκφοράς του λόγου και των σωμάτων. Το αποτέλεσμα μοιάζει με ένα χορικό που ο καθένας γίνεται κορυφαίος για λίγο.
Τα σώματα, όπως και ο λόγος στη συγκεκριμένη παράσταση, υπακούν σε ένα λιμπρέτο. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια του μουσικού μας, του Γιαν Βαν Αγγελόπουλου, η συμμετοχή του οποίου είναι πολύ βοηθητική και πολύ καθοριστική ως προς αυτό.
Το σκηνικό μας παράγει ήχους. Αλλοτε τους δημιουργούμε εμείς κι άλλοτε τους ακολουθούμε, αξιοποιώντας μια ιδέα του Αγγελου Μέντη, που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Τα πράγματα που κάνω είναι χειροποίητα, μικρής κλίμακας. Εδώ δουλεύω ισότιμα με συνεργάτες πανάξιους και αισθάνομαι προστατευμένη καθώς συμβάλλουν όλοι στο εγχείρημα, που αυτή τη φορά είναι κάπως μεγαλύτερο από αυτά που κάνω.
Αισθάνομαι την ελευθερία και να μπορώ να τολμώ να είμαι ο εαυτός μου σε αυτά που κάνω, να βάζω την προσωπική μου φωνή όλο και περισσότερο. Αυτό είναι μια μεγάλη κατάκτηση.
Η τέχνη μπορεί να μας θυμίσει τα σημαντικά, για τα οποία αισθάνομαι ότι μέσα στις συνθήκες της καθημερινότητας που ζούμε δεν αφήνουμε χώρο. Αν τα θυμηθούμε, μπορεί τουλάχιστον και να θυμηθούμε για τι πράγμα αξίζει να παλέψουμε. Και η Αντιγόνη είναι εκείνη που μας θυμίζει να δίνουμε τη δική μας μάχη μέχρις εσχάτων για αυτό που πιστεύουμε.







