Εχουν περάσει επτά χρόνια από εκείνο το «Θα τα καταφέρουμε» που είχε πει η Ανγκελα Μέρκελ για την ένταξη των προσφύγων και μεταναστών οι οποίοι είχαν κατακλύσει τότε τη Γερμανία. Η διακήρυξη είχε πολιτικό κόστος (κυρίως την αύξηση της δύναμης των δεξιών λαϊκιστών) και σχετική μόνο επιτυχία (γύρω στο 50% των νεοαφιχθέντων βρήκαν δουλειά). Δεν οδήγησε όμως τη χώρα να κλείσει τα σύνορά της. Αντιθέτως, η σημερινή κεντροαριστερή κυβέρνηση προτείνει τώρα τη χαλάρωση των όρων για την απόκτηση ιθαγένειας, με τη δεξιά αντιπολίτευση να αντιτάσσει ότι η ιθαγένεια πρέπει να χορηγείται στο τέλος, όχι στην αρχή της διαδικασίας ένταξης.

Πρόκειται για μια ιδεολογική μάχη από τα παλιά, αντίστοιχη μ’ εκείνη που διεξάγεται χρόνια τώρα και στην Ελλάδα. Υπάρχει όμως μια διαφορά: αν στη Γερμανία οι μετανάστες θεωρούνται κατ’αρχήν μια δύναμη που ανανεώνει την κοινωνία, εδώ αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως ένα φορτίο από το οποίο πρέπει το ταχύτερο δυνατό να απαλλαγούμε (εκτός αν παίζουν καλό μπάσκετ). Η διαφορά αυτή δεν οφείλεται μόνο στους αριθμούς ή στις προβλέψεις της Συνθήκης Σένγκεν. Είναι και πολιτισμική.