Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Θα ήταν κάτι απλό. Επί εβδομάδες, η Φινλανδία και η Σουηδία εξέφραζαν την απόφασή τους να εγκαταλείψουν δεκαετίες ημι-ουδετερότητας και να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Η ένταξή τους σηματοδοτεί μια ιστορική αλλαγή: τα σύνορα του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία θα διπλασιαστούν σε μέγεθος μέσα σε μια νύχτα. Η Βαλτική Θάλασσα, μια ζώνη σιωπηρού ανταγωνισμού της Δύσης με τη Ρωσία, μετατρέπεται σε λίμνη στην οποία θα περιπολεί το ΝΑΤΟ. Η ένταξη, σχολιάζει η «Washington Post», θα αναδείξει πόσο η ρωσική εισβολή αποδεικνύεται μεγάλη γεωπολιτική γκάφα για τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν: όχι μόνο δεν σταμάτησε την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, αλλά βάθυνε τη ρωσική απομόνωση, αύξησε το διακύβευμα κατά μήκος των δυτικών συνόρων της χώρας και ασκεί τεράστια πίεση σε μια ήδη προβληματική οικονομία.
Κάπου εδώ, εμφανίζεται η Τουρκία. Την Τετάρτη, χρησιμοποίησε το προνόμιό της ως μέλος του ΝΑΤΟ για να εμποδίσει την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών της Φινλανδίας και της Σουηδίας, αφού οι δύο χώρες υπέβαλαν επίσημα τις αιτήσεις τους. Οι λόγοι που επικαλέστηκε η κυβέρνηση Ερντογάν, έχουν να κάνουν κυρίως με τις διπλωματικές συναλλαγές της Σουηδίας με αντάρτικες κουρδικές ομάδες που δρουν στην Τουρκία και τη Συρία και την παροχή ασύλου σε μέλη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, του PKK, που η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση. Μάλιστα, σε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου φέρεται ότι συγκρούστηκε με τη σουηδή ομόλογό του Αν Λίντε, την οποία κατηγόρησε για «φεμινιστική» εξωτερική πολιτική. «Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι ήθελε ο τούρκος συνάδελφός μας - τι ήθελε πραγματικά», δήλωσε στο πρακτορείο Ρόιτερ διπλωμάτης του ΝΑΤΟ. «Ηταν ντροπιαστικό».
Οπως συνηθίζει, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποιεί το βέτο σε μια στιγμή κρίσης για να αποσπάσει περαιτέρω παραχωρήσεις από τη Δύση. Το 2009, η Τουρκία αντιτάχθηκε στον διορισμό του Αντερς Φογκ Ράσμουσεν ως γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ. Στις ολονύκτιες διαπραγματεύσεις τότε συμμετείχε μέχρι και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Τελικά, η Τουρκία υποχώρησε στον διορισμό του Ράσμουσεν με αντάλλαγμα τη θέση βοηθού γενικού γραμματέα στο ΝΑΤΟ, και αργότερα το κλείσιμο κουρδικού καναλιού στη Δυτική Ευρώπη.
Οι αιτήσεις της Φινλανδίας και της Σουηδίας, σχολιάζει το «Politico», δίνουν τώρα στον Ερντογάν άλλη μια ευκαιρία να εκμαιεύσει παραχωρήσεις (κυρίως από τις ΗΠΑ για εξοπλιστικά προγράμματα) και να συσπειρώσει την εκλογική βάση του πριν από τις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το επόμενο έτος.
Ηγέτες και ανώτατοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι στο τέλος η Αγκυρα θα άρει τις αντιρρήσεις της, εξασφαλίζοντας ανταλλάγματα. Ομως οι επικριτές της δημαγωγικής διακυβέρνησης του Ερντογάν θεωρούν ότι η αδιαλλαξία του θα πρέπει τώρα να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη θέση της Τουρκίας στη συμμαχία, καθώς μάλιστα διατηρεί και προνομιακές σχέσεις με τη Μόσχα.
Ο Μαρκ Πιερίνι, πρώην πρεσβευτής της ΕΕ στην Τουρκία, κρίνει ότι οι αντιρρήσεις της Αγκυρας αναπόφευκτα «τη θέτουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, από τη στιγμή που δύο ουδέτερες χώρες αλλάζουν με εντυπωσιακό τρόπο την εξωτερική πολιτική τους σε μια στιγμή που η Τουρκία δεν ακολουθεί καν τις δυτικές κυρώσεις ή την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι έχει μια απρόβλεπτη εξωτερική πολιτική και ελάχιστη αξιοπιστία για μέλος του ΝΑΤΟ». «Η μεγαλύτερη στρατηγική αποτυχία του ΝΑΤΟ των τελευταίων δύο δεκαετιών ήταν να υποτιμήσει την κακή πρόθεση του Πούτιν υπερεκτιμώντας ταυτόχρονα την ικανότητα των μελών του για συλλογική αποφασιστικότητα», τονίζουν οι αναλυτές Τζο Λίμπερμαν και Μαρκ Ουάλας στην εφημερίδα «Wall Street Journal». «Η συμμαχία διατρέχει τον κίνδυνο να επαναλάβει το ίδιο λάθος με τον Ερντογάν».