Κανόνες εμπλοκής

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οι ανθρώπινες κοινωνίες, από τις απαρχές της ιστορίας, υπόκεινται σε μορφές νομιμότητας. Νομιμότητας αναγκαίας για να υφίσταται η ίδια η κοινωνική συνθήκη.
Η εκάστοτε μορφή νομιμότητας είναι κατά κανόνα ανισοβαρής, μεροληπτική, άδικη. Αλλά, πάλι κατά κανόνα, αυτή γίνεται εν τοις πράγμασι αποδεκτή παρά τις αναπόφευκτες εντάσεις. Αλλιώς καμιά κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως, ακριβώς, κοινωνία. Είναι αυτό το «κατά κανόνα» που θέλει να νοηματοδοτεί (μάλλον παραπλανητικά) η τρέχουσα χρήση της λέξης «κανονικότητα».
Η νομιμότητα καλείται να διευθετεί αντιθέσεις που δεν λείπουν να ανακύπτουν. Με τα Συντάγματα και τα νομοθετικά πλέγματα μέχρι τη διαιτησία στο ποδόσφαιρο. Οι όροι διευθέτησης δεν είναι πάντα ρητά καταγεγραμμένοι. Πολλοί αφήνονται στα εμπεδωμένα ήθη. Ετσι ή αλλιώς, πάντως, αυτοί συγκροτούν τους κανόνες εμπλοκής των αντιτιθέμενων δυνάμεων στον αναπόφευκτο – σε όλα τα επίπεδα – κοινωνικό ανταγωνισμό. Οπου όταν, πρώτον, μια κοινωνία λειτουργεί σε συνθήκες «κανονικότητας» και, δεύτερον, οι κανόνες εμπλοκής τηρούν τη γραπτή και άγραφη νομιμότητα, μιλάμε για «πολιτισμό»: ποδοσφαιρικό πολιτισμό, νομικό πολιτισμό, πολιτικό πολιτισμό.
Ειδικά επί του πολιτικού πολιτισμού, ιδού τρεις τυπικές αρχές. Η πρώτη: ο πολιτικός ανταγωνισμός μπορεί να είναι οξύς, αλλά οι όροι εμπλοκής επιβάλλουν να αναγνωρίζεται εκατέρωθεν η νομιμότητα της αντίπαλης άποψης. Σε συνθήκες «κανονικότητας», ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι εχθρός. Από εδώ απορρέει η δεύτερη τυπική αρχή: οι πολιτικοί ανταγωνιστές οφείλουν να νοούνται εκατέρωθεν ως διεκδικούντες το καλό της χώρας. Ανεξάρτητα από το πώς εννοεί καθένας αυτό το «καλό». Η τρίτη αρχή: ο πολιτικός ανταγωνισμός οφείλει να επικεντρώνεται σε πράξεις ή παραλείψεις και εκφορά δημόσιου λόγου υπό όρους εγκυρότητας. Δηλαδή δεν νομιμοποιείται να αναφέρεται σε υποκειμενικές προθέσεις, γνωρίσματα χαρακτήρα ή διαστάσεις ιδιωτικής ζωής. Η συναφής δημοσιογραφική κάλυψη οφείλει να τηρεί απαρέγκλιτα, υπό προσίδιους όρους νομιμότητας, αυτές τις τυπικές αρχές.
Οπότε ας επικεντρωθώ στους κανόνες πολιτικής εμπλοκής που φαίνεται να ακολούθησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατά το πρώτο έτος της θητείας της. Ξεκινώντας από ξερά γεγονότα: ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ενώ έχασε τις εκλογές του Ιουλίου 2019. Ολα σε συνθήκες πλήρους συνταγματικής νομιμότητας.
1. Ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς δεν καταδέχθηκε να νομιμοποιήσει συμβολικά την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Οπου η άρνηση να παραδώσει το πρωθυπουργικό γραφείο συνιστούσε, εκτιμώ, χειρονομία μεγάλης εμβέλειας: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να νομιμοποιηθεί ως νικηφόρο κόμμα. Αρα κανόνες πολιτικής εμπλοκής μαζί του δεν υφίστανται. Κάθε συμπεριφορά, οσοδήποτε ακραία, επιτρέπεται, αν δεν ενθαρρύνεται, εφόσον φέρει το πρόσημο της απόλυτης απαξίωσής του. Και ιδιαίτερα του προέδρου του.
2. Είναι υπό τη σκέπη αυτής της χειρονομίας που ο Κ. Μητσοτάκης πέτυχε την εκλογή του στην αρχηγία της ΝΔ και διαμόρφωσε τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: άμετρη όξυνση κάθε στιγμή, με οποιαδήποτε αφορμή και όλα τα μέσα. Με μείζον επίδικο τον αφανισμό της Αριστεράς και των «ελαττωματικών» ιδεών της.
3. Τα τεκμήρια που έχουν συσσωρευθεί πιστοποιούν ότι η ίδια χειρονομία εξακολουθεί να διατηρεί υπό τη σκέπη της το περιεχομένο της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής: αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού, διαχείριση της εργασίας, χειρισμός της Παιδείας, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις νόμου και τάξης, το ανήκουστο φιάσκο της Προανακριτικής, αναβολή του ανασχηματισμού κ.λπ.
4. Κανόνες πολιτικής εμπλοκής με τη μείζονα αντιπολίτευση εξακολουθούν να μην υφίστανται.
5. Εποικοδομητικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ εκλαμβάνονται ως μη γενόμενες. Με τη συνεπικουρία της συντριπτικής πλειονότητας των ΜΜΕ που στηρίζουν την κυβέρνηση και στηρίζονται από εκείνη, αποβάλλονται συστηματικά από τον δημόσιο χώρο. Δια της πλήρους αποσιωπήσεως.
6. Κριτική κυβερνητικών πράξεων ή παραλείψεων που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί αντιμετωπίζεται με το παραδοσιακό «Δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε». Οπου, δίκην «επιχειρήματος», επιστρατεύεται, όχι, έστω, το τι έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το τι η ακραία αντιπολιτευτική τότε προπαγάνδα διατεινόταν ότι έκανε. Θλιβερή εικόνα κυβερνητικού εκπροσώπου με μόνη μέριμνα να συσκοτίσει το παρελθόν για να επιβάλει διαχρονικά το δικό του εντεταλμένο παρόν.
7. Είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε κατ’ αρχήν ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική προσέγγιση είναι τυπικά νόμιμη. Οπως και το ότι η κυβέρνηση αποσκοπεί, κατά τον τρόπο και την ιδεολογία της, στο καλό της χώρας. Οπου πρόκειται για χώρα μικρή αλλά γεωπολιτικά σημαντική, με τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό βάθος, με εντυπωσιακό γεωγραφικό ανάγλυφο, με παραγωγή και εμπόριο συγκριτικά μικρής κλίμακας, με αστείρευτες δυνάμεις πείσματος, δημιουργικότητας και ελεύθερου δημοκρατικού φρονήματος. Που δεν λείπουν να εκφράζονται στις δυσμενέστερες συνθήκες. Οι κανόνες πολιτικής εμπλοκής οφείλουν να εδράζονται σε αυτά τα θεμέλια.
8. Οπότε το ερώτημα γίνεται: ποιες συγκεκριμένες κυβερνητικές πράξεις επιτρέπουν να διεξαχθεί η δέουσα αντιπαράθεση σύμφωνα με τους κανόνες πολιτικής εμπλοκής;
9. Θεωρώ ότι η υπόθεση του Μετρό Θεσσαλονίκης αναδεικνύει σαφέστερα από το βάουτσερς του Βρούτση, το μοίρασμα εκατομμυρίων στα ΜΜΕ, τα μυστικά κονδύλια του Μηταράκη, την επιλογή «αρίστων» και τους άθλους της Κεραμέως το πώς η κυβέρνηση εννοεί έμπρακτα το καλό της χώρας: περιφρόνηση του πολιτισμικού της βάθους, αδιαφορία για τη γνώμη των κατοίκων της και των απανταχού ειδημόνων, απαξίωση του πρωτότυπου έργου των ελλήνων μηχανικών, δώρα σε «στοχευμένους» επιχειρηματίες, παρηγοριά με το αζημίωτο σε αποτυχόντες πολιτευτές. Οπότε ποιος νεοφιλελευθερισμός;
10. Η αντιμετώπιση της πανδημίας στην αρχή ευνόησε τη δημοτικότητα Μητσοτάκη. Ο οποίος, μάλιστα, αναφέρθηκε πατρικά και στον δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ.
Αλλά κατόπιν τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης, όπως και η τραγική προχειρότητα έκτοτε, πιστοποιούν ότι πλέουμε πλησίστιοι προς τα πολύ χειρότερα. Αυτό το ερώτημα υποχρεώνονται να θέσουν στην κυβέρνηση οι κανόνες πολιτικής εμπλοκής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κυβερνήσει για πέντε περίπου χρόνια και έχει προχώρησει, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, σε πλήρη δημόσιο απολογισμό του κυβερνητικού έργου του. Τηρώντας αυστηρά τους κανόνες πολιτικής εμπλοκής και σύμφωνα με τα δέοντα του ουσιαστικού πολιτικού πολιτισμού. Τέτοιες είναι πράξεις που ξεπερνούν αφρισμένες κραυγές και κομίζουν μονιμότερα αποτελέσματα. Ωστόσο ο απολογισμός προφανώς δεν απασχόλησε την κυβέρνηση. Ούτε έτυχε στοιχειώδους προσοχής από τα ΜΜΕ που τη στηρίζουν και στηρίζονται από εκείνη. Εξίσου προφανώς. Ισως γιατί η διοίκηση της ΕΣΗΕΑ είχε προβλέψει από τότε ότι έμελλε να ενοχληθεί από κάποιο τηλεοπτικό σποτ του ΣΥΡΙΖΑ...
Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι πανεπιστημιακός, καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πρώην βουλευτής και πρώην υπουργός.

