Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες (και ανατριχιαστικά διασκεδαστικές) απόψεις που άκουσα σχετικά με την παγκόσμια πανδημία που ζούμε είναι ότι η Ελλάδα και οι βαλκανικές χώρες τα πήγαν πολύ καλύτερα επειδή οι κάτοικοί τους δεν, επαναλαμβάνω δεν, έχουν εμπιστοσύνη στα κράτη τους. Οτι δηλαδή, ακριβώς λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης σε οποιονδήποτε πλην του εαυτού τους, φύσηξαν το παροιμιώδες γιαούρτι. Αντίθετα, σύμφωνα με την ίδια θεωρία, σε χώρες όπου παραδοσιακά επικρατεί εμπιστοσύνη στο κράτος, όπως λ.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία, οι κάτοικοι υπάκουσαν σταθερά (ως και πεισματικά) σε περίεργες και οφθαλμοφανώς ριψοκίνδυνες κυβερνητικές οδηγίες και έτσι οδηγήθηκαν σε μια κατάσταση που παραμένει, ας πούμε, ανεξήγητη και προβληματική.
Ανεξάρτητα από το αν η παραπάνω θεωρία στέκει γενικώς (γιατί δυσκολεύομαι να πιστέψω πως οι Βραζιλιάνοι και οι Ρώσοι, που υφίστανται τεράστιες ανθρώπινες απώλειες, υπερχειλίζουν από εμπιστοσύνη για τα κράτη τους), στην περίπτωση της Ελλάδας χτυπάει μια πολύ ευαίσθητη χορδή με γνώριμες, αγέραστες μελωδίες. Ολοι ξέρουμε ότι μεγαλώσαμε σε μια χώρα όπου το κυρίαρχο συναίσθημα για το κράτος είναι ότι βρίσκεται απέναντί μας - είναι ο εχθρός. Μας ξεζουμίζει, μας τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια, μας λέει ψέματα, μας αδικεί, μας περιμένει στη γωνία. Η συνωμοσιολογία, στην οποία αναμφίβολα υπερέχουμε διεθνώς, θρέφεται από την αειφόρο πεποίθηση πως πάντα «κάτι κρύβεται από πίσω», κάτι που επιδιώκει να μας πάρει όσα είναι δικαιωματικά δικά μας. Γιατί; Γιατί πάντα έτσι ήταν και τίποτα δεν αλλάζει. Ηταν οι Τούρκοι, ήταν οι κοτζαμπάσηδες, ήταν οι Ξένες Δυνάμεις, ήταν τα μεγάλα συμφέροντα, ήταν από τη μια μεριά όλοι Εκείνοι και από την άλλη Εμείς, με την πλάτη στον τοίχο, με τα χρέη και τις δόσεις να τρέχουν, με τα νοσοκομεία μας χωρίς κρεβάτια και τα καλύτερα παιδιά μας στο εξωτερικό. Και τώρα που ο εχθρός είναι εδώ (και ποιος ξέρει ποιος τον έφτιαξε και από πού έρχεται και πόσο καιρό το ήξεραν και ποιος θα ωφεληθεί από όλα αυτά...), αν δεν προστατεύσουμε εμείς τον εαυτό μας, κανένας άλλος δεν θα το κάνει για μας. Κι εμείς το μόνο που έχουμε σίγουρο είναι η δική μας πόρτα - την οποία και κλείσαμε ερμητικά. Οχι επειδή μας το είπαν στην τηλεόραση, αλλά επειδή μόνο αυτό έχουμε ως προστασία και μόνο αυτό ξέρουμε. Φροντίσαμε τους ηλικιωμένους μας αφήνοντάς τους τα τρόφιμα στο κατώφλι τους και κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Το ότι αυτό συμπορεύτηκε με τις κρατικές οδηγίες ήταν απλώς μια ευτυχέστατη συγκυρία.
Είναι η δυσπιστία η καλύτερη πανοπλία; Αν ισχύει κάτι τέτοιο, πόσο θλιβερό ακούγεται. Το αντίθετό της πάντως, η εμπιστοσύνη, είναι σίγουρα το πιο ευαίσθητο και ευάλωτο συναίσθημα - και δεν λέω «ανθρώπινο» γιατί ξέρουμε ότι και με τα ζώα λειτουργεί περίπου με τον ίδιο τρόπο. Αν είσαι από τους τυχερούς που μεγάλωσαν μέσα σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και μη κακοποίησης, αναβλύζει αυθόρμητα. Αν όχι (όπερ συνηθέστερον), κερδίζεται δύσκολα, αργά, και όχι με λόγια. Η εμπιστοσύνη ή καχυποψία των πολιτών απέναντι στο κράτος τους κληρονομείται σαν το DNA, και στην Ελλάδα η καχυποψία είναι τόσο δική μας όσο κι οι θάλασσες κι ο γαλάζιος μας ουρανός: όλοι κουβαλάμε μέσα μας τον αντίλαλο κάποιου προπάτορα που μουρμούριζε λόγια οργισμένου κι αδικημένου πολίτη, λόγια που σφράγισαν τα κύτταρά μας. Η εμπιστοσύνη, αντίθετα, βρίσκεται πάντα υπό διαλυτική αίρεση: ανά πάσα στιγμή μπορεί να παύσει να ισχύει. Και είναι περίεργο ότι αυτός ο τόσο θεμελιώδης κανόνας της ανθρώπινης συνύπαρξης δεν έχει καταφέρει να διαβρώσει ολοκληρωτικά τους πολιτικούς μας πυλώνες που επιβιώνουν τόσα χρόνια τώρα χωρίς ίχνος εμπιστοσύνης από εκείνους που υποτίθεται ότι στηρίζουν. Στροβιλιζόμαστε εδώ και αιώνες στα βήματα αυτού του τανγκό αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης. Και αν χρειαζόμασταν κάποια απόδειξη, που δεν χρειαζόμαστε, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι δεν υπήρξε ούτε ένα διάγγελμα του Πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών στο οποίο να μην ειπώθηκε (σχεδόν έκπληκτα) ότι «αποκτήσαμε τώρα εμπιστοσύνη στο κράτος».
Αποκτήσαμε; Εμπιστεύεσαι αυτόν που όταν κινδύνευσε η ζωή σου ήξερε και μπόρεσε να την προστατεύσει· και όταν πρόκειται για το κράτος εμπιστεύεσαι εκείνον τον κρατικό μηχανισμό που ήξερε να αποταθεί σε εκείνους που ήξεραν - γεγονός όχι και τόσο προφανές, γιατί δεν είναι προφανές ότι ένα κράτος γνωρίζει και αποδέχεται ότι πολύ συχνά το σημαντικότερο που έχει να κάνει είναι να παραδώσει τα ηνία μιας απόφασης εκεί που πρέπει, διατηρώντας ακέραιη την ευθύνη του. Η αλυσίδα είναι συγκεκριμένη, οι κρίκοι οφείλουν να συνδέονται γερά, και η μόνη απόδειξη για το αν έγιναν τα πράγματα σωστά είναι το αν κράτησε η αλυσίδα.
Δεν είναι μικρό επίτευγμα ένα κράτος που την κρίσιμη στιγμή άλλαξε τον τρόπο που το είδαν οι πολίτες του, που μπόρεσε δηλαδή να δώσει ένα άλλο πλαίσιο και περιεχόμενο στην ισχύ και εξουσία του, να γίνει φύλακας και προστάτης. Δεν ξέρω επομένως αν τα πήγαμε καλά επειδή εμπιστευτήκαμε τις (ορθές, όπως αποδείχτηκε) οδηγίες του κράτους μας, το οποίο με τη σειρά του εμπιστεύτηκε αυτούς που έπρεπε να εμπιστευτεί, ή επειδή αυτές έτυχε να συμβαδίζουν με την κοινή λογική μιας ενστικτώδους προφύλαξης που θα επιβάλλαμε έτσι κι αλλιώς στους εαυτούς μας. Πιστεύω όμως ότι η αλυσίδα κράτησε και αυτή η τόσο εύθραυστη, τόσο ευάλωτη εμπιστοσύνη κερδήθηκε.
Οχι για πάντα, όχι ακλόνητα. Διστακτικά και πάντα επιφυλακτικά. Λίγο περισσότερο, λίγο ευκολότερα θα εμπιστευτείς ξανά αυτόν που δεν έσβησε έναν πρώτο σπινθήρα εμπιστοσύνης σου. Γιατί στο κλειστό σύστημα αξιών μεταξύ των πολιτών και του κράτους τους η εμπιστοσύνη επανατοκίζεται. Και αυτά τα κέρδη μοιράζονται σε όλους.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Ενα κρυφό μυστήριο» (εκδ. Μελάνι)