Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την τελευταία ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Once upon a time in Hollywood» αμέσως μετά τη θέασή της. Η αλήθεια είναι ότι το φιλμ πρέπει να «καθήσει» μέσα σου πριν αρχίσεις να μιλάς γι’ αυτό, κάτι που ειπώθηκε από αρκετούς εδώ στο φεστιβάλ.

Το «Once upon a time in Hollywood» προβλήθηκε την Τρίτη το απόγευμα εντός συναγωνισμού στο φεστιβάλ, έχοντας μάλιστα μπει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στο πρόγραμμα γιατί, κατά δήλωσή του, ο Ταραντίνο ήθελε να προλάβει τις αγαπημένες του Κάννες. Μόνο που για να δει κανείς την ταινία θα έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον δύο ώρες στην ουρά, γεγονός που από μόνο του μπορεί να προκαλέσει μια αρνητική προκατάληψη απέναντί της. Ηταν όμως η ταινία των εφετινών Καννών την οποία όλος ο κόσμος περίμενε περισσότερο από κάθε άλλη, επομένως κάπου όλος αυτός ο έξτρα θόρυβος και η ταλαιπωρία της τελευταίας στιγμής πριν – επιτέλους – την προβολή κάπου ίσως και να δικαιολογείται.

Ας πάμε λοιπόν στο πόρισμα της πρώτης αυτής θέασης (γιατί θα υπάρξει δεύτερη, να είστε σίγουροι για αυτό). Ενώ αναμφισβήτητα είναι μια έξυπνη και με πολλές αρετές ταινία, την ίδια ώρα μπορεί να γίνει ώς και κουραστική, για να μην εισέλθω στο ηθικό σκέλος της όλης ιστορίας, που αφορά την υπόθεση Σάρον Τέιτ, μια υπόθεση που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας. Τη θυμίζω: το 1969 η έγκυος από τον σύζυγό της Ρόμαν Πολάνσκι αμερικανίδα ηθοποιός Σάρον Τέιτ δολοφονήθηκε φρικτά από τον Τσάρλς Μάνσον και τους ακόλουθούς του, οπαδοί όλοι μιας θρησκευτικής αίρεσης. Οταν ο φόνος έγινε ο Πολάνσκι βρισκόταν στο Λονδίνο και πέρασε μια τρομερή δοκιμασία (κατηγορήθηκε μάλιστα ο ίδιος επειδή είχε γυρίσει το «Μωρό της Ροζμαρί» που ασχολείτο με τον σατανισμό) από την οποία ίσως να μην έχει συνέλθει ακόμα. Πώς αποφασίζει κανείς να «παίξει» γύρω από αυτό το θέμα με μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία;

Και βρήκα αρκετά ύποπτο που ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο μεγαλύτερος σινεφίλ σκηνοθέτης του κόσμου, έβαλε πάγο στην ερώτηση για τον Ρόμαν Πολάνσκι που του τέθηκε στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας (στην οποία παρόντες ήταν οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας, ήτοι ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, ο Μπραντ Πιτ και η Μάργκοτ Ρόμπι που υποδύεται τη Σάρον Τέιτ). Γιατί αποφεύγεις να μιλήσεις για ένα θέμα που έχεις ο ίδιος θίξει με την ταινία σου;

ΡΕΤΡΟΛΑΓΝΕΙΑ. Αν τα αφήσουμε βέβαια όλα αυτά στην άκρη και μείνουμε καθαρά στο σώμα της ταινίας, θα βρεθούμε μπροστά στην απόλυτη ρετρολαγνεία, με δεκάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εκπνοής της δεκαετίας του 1960, τόσο στο σινεμά, όσο – κυρίως – στην τηλεόραση. Ο Ταραντίνο θαρρείς ότι ξανάχτισε το Χόλιγουντ εκείνης της εποχής, η σκηνογραφία της ταινίας αξίζει πραγματικά το Οσκαρ. Ταμπέλες, αφίσες, κινηματογράφοι, δρόμοι, αυτοκίνητα, διαφημίσεις, τα πάντα είναι τόσο προσεκτικά φτιαγμένα που νιώθεις ότι η ταινία είναι όντως γυρισμένη στα sixties.

Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο υποδύεται έναν σταρ της τηλεόρασης σε παρακμή που δεν ξέρει τι θα κάνει στο μέλλον και παλεύει με τους δαίμονές του. Ο Μπραντ Πιτ είναι ο cool κασκαντέρ φίλος του, ο πιο σκοτεινός χαρακτήρας της ταινίας αλλά και η ήρεμη δύναμή της. Ο Ταραντίνο ανακατεύει αληθινά γεγονότα με τη μυθοπλασία και φτιάχνει το δικό του Χόλιγουντ που είναι και την ίδια ώρα δεν είναι το Χόλιγουντ που υπήρξε μια φορά κι έναν καιρό.

Δεν αρκείται βέβαια μόνον στην ανεκδοτολογία του ρετρό αλλά θέλει να μιλήσει για την εποχή του τέλους της αθωώτητας, τότε που τα πάντα άλλαζαν στο Χόλιγουντ γιατί όντως άλλαζαν. Και ίσως αυτό να απηχεί στο σήμερα, που επίσης όλα αλλάζουν στο σινεμά.