Η ελληνική οικονομία σταθεροποιείται, όμως η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις και περιορισμούς, που δεν επιτρέπουν αύξηση των δαπανών, αλλά καθιστούν αναγκαία μέτρα ενισχυτικά της ανάπτυξης διαμηνύει ο Κλέμενς Φούεστ, διευθυντής του οικονομικού ινστιτούτου του Μονάχου Ifo. Ο γερμανός οικονομολόγος, από τους γνωστότερους διεθνώς, τονίζει επιπλέον ότι κλειδί για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας αποτελεί η σταθερή οικονομική πολιτική, ενώ προειδοποιεί ότι εξελίξεις στην Ευρώπη, όπως η αβεβαιότητα γύρω από την Ιταλία ή η επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας, θα δυσκολέψουν τις προσπάθειες ανάκαμψης των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Ο διάδοχος του Χανς – Βέρνερ Ζιν, του γνωστότερου γερμανού οικονομολόγου που υποστήριζε την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, προβλέπει ότι σε μια επόμενη κρίση τα περιθώρια στήριξης αδύναμων χωρών μέσω δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών θα είναι ελάχιστα.

Τελευταίως ακούμε θετικές απόψεις για την Ελλάδα. Συμμερίζεστε την αισιοδοξία;

Αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με αυτή που επικρατούσε πριν από τρία χρόνια, το καλοκαίρι του 2015, τότε βλέπουμε ότι έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις. Το καλοκαίρι του 2015 η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε τροχιά συρρίκνωσης και υπήρχε πολιτική διαφωνία μεταξύ της εευρωζώνης και της ελληνικής κυβέρνησης. Σήμερα οι διαφωνίες έχουν υποχωρήσει και η οικονομική κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί. Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει, παραμένει αδύναμη, αλλά έχει σταθεροποιηθεί, η ανεργία μειώνεται, υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα, υπάρχουν προσαρμογές στις εξωτερικές συναλλαγές, δεν υπάρχει έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Ολα αυτά κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει σοβαρές προκλήσεις να αντιμετωπίσει. Ο τραπεζικός τομέας έχει το σοβαρό πρόβλημα του τεράστιου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πώς θα αντιμετωπιστούν. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό. Μπορεί η τελευταία συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους να έχει δώσει περιθώριο για ελιγμούς στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά η Ελλάδα θα πρέπει να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα, κάτι που αποτελεί πρόκληση και προφανώς η χώρα έχει εξαντληθεί, ύστερα από τόσα χρόνια ύφεσης. Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις, αλλά σε σύγκριση με το καλοκαίρι του 2015, όταν δεν ξέραμε αν η χώρα θα παρέμενε στην ευρωζώνη, έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις.

Πώς αξιολογείτε τις προοπτικές ανάπτυξης και πού ακριβώς εντοπίζετε πηγές ανησυχίας;

Οι προβλέψεις για ανάπτυξη πάνω από 2% είναι θετική εξέλιξη, αλλά το ερώτημα είναι πώς μπορεί η χώρα να αναπτυχθεί με υψηλό δημόσιο χρέος και με τις τράπεζες να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις. Η απάντηση βρίσκεται στην υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων, ουδέτερων από πλευράς εσόδων. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αυξήσει δαπάνες. Χρειάζεται να αναδιαρθρώσει δαπάνες και φορολογικό σύστημα. Οσον αφορά τις δαπάνες, το ΔΝΤ ζήτησε από την Ελλάδα να τις μειώσει, να μειώσει τις συντάξεις και να αυξήσει τις επενδύσεις. Προφανώς, οι αποφάσεις λαμβάνονται από την ελληνική κυβέρνηση και τη Βουλή, αλλά οι περιορισμοί είναι ξεκάθαροι και δύσκολα αντιμετωπίσιμοι. Ο περιορισμός είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να αυξήσει τις δαπάνες. Θα πρέπει η χώρα να επικεντρωθεί, όσον αφορά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων, σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας, ενώ ταυτόχρονα να προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη. Το φορολογικό σύστημα μπορεί να αναδιαρθρωθεί, για παράδειγμα, με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενώ η εμπειρία δείχνει ότι οι φόροι στα ακίνητα είναι λιγότερο επιβλαβείς στην ανάπτυξη από ό,τι είναι οι εταιρικοί φόροι ή οι φόροι στο εισόδημα από εργασία. Επιπλέον, οι δαπάνες θα πρέπει να στοχεύουν στην ανάπτυξη.

Αν γερμανοί επενδυτές ζητούσαν την άποψή σας για να επενδύσουν στην Ελλάδα τι θα απαντούσατε;

Σίγουρα υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα, αλλά υπάρχουν και κίνδυνοι, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, κάτι που είναι, όμως, γνωστό, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποθαρρύνει επενδυτές. Δεν θα ήταν σωστό να πει κανείς μην επενδύσετε στην Ελλάδα επειδή η χώρα έχει οικονομικά προβλήματα. Οι ευκαιρίες, αλλά και οι δυσκολίες, αντικατοπτρίζονται στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ελκυστικός προορισμός για επενδυτές, διότι οι οικονομικές προοπτικές είναι περισσότερο σταθερές από ό,τι πριν από τρία χρόνια. Είναι σημαντικό η κυβέρνηση να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στους επενδυτές, στέλνοντας το μήνυμα ότι υπάρχει σταθερή οικονομική πολιτική.

Είδαμε, όμως, λόγω των εξελίξεων στην Ιταλία, οι επενδυτές να αντιδρούν με νευρικότητα και να επηρεάζονται αρνητικά τα ελληνικά σπρεντ.

Είδαμε τα σπρεντ και άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου να επηρεάζονται, αλλά σε μικρό βαθμό. Υπάρχει ξεκάθαρα μια αρνητική μετάδοση από την Ιταλία στην Ελλάδα. Αν η Ιταλία εξέλθει του ευρώ ή αν χρεοκοπήσει η ιταλική οικονομία, τότε θα έχουμε πολύ σημαντικό πρόβλημα. Στην περίπτωση μιας ιταλικής κρίσης, τα περιθώρια για την Ελλάδα θα είναι πιο περιορισμένα. Οι επενδυτές θα έχουν νευρικότητα και θα επιδιώκουν να αποφύγουν κινδύνους. Θα βλέπουν την Ελλάδα, την Πορτογαλία και τις χώρες με υψηλό χρέος με ανησυχία.

Βλέπουμε, πάντως, ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός μεταξύ Ιταλίας και Βρυξελλών. Πώς αξιολογείτε την εξέλιξη;

Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι τόσο τι λένε οι Βρυξέλλες, όσο η οικονομική πολιτική της Ιταλίας, η οποία οδηγεί σε αύξηση του ελλείμματος και μείωση της ανάπτυξης. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει η ιταλική κυβέρνηση κατευθύνονται προς λανθασμένη κατεύθυνση. Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, αλλά και η έλλειψη αξιοπιστίας, που οδηγεί σε αύξηση των επιτοκίων, μειώνουν την ανάπτυξη. Η πολιτική αυτή είναι παρόμοια, αν και λιγότερο ριζοσπαστική, με την πολιτική στην Ελλάδα το 2015, η οποία έθεσε εν αμφιβόλω την οικονομική σταθερότητα της χώρας. Η ιταλική κυβέρνηση βλάπτει σήμερα την ιταλική οικονομία και χρειάζεται να αλλάξει πολιτική. Το αν θα συμφωνήσει με τις Βρυξέλλες είναι δευτερεύον.