Διαβάζοντας την ιστορία του Στέλιου Αμανάκη δεν μπορεί παρά να μην αναρωτηθεί κάποιος αν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή η ζωή την τέχνη. Ερώτημα που θα πλανάται εσαεί αναπάντητο ακριβώς για να πιστοποιεί ότι η τέχνη, στην ουσία, επενδύει με ποίηση την πραγματικότητα. Για παράδειγμα ένα μυθιστόρημα με εξωπραγματικούς χαρακτήρες είναι ένα κακό μυθιστόρημα. Γιατί, απλούστατα, στη ζωή δεν υπάρχουν «εξωπραγματικοί» άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με συναρπαστικά γεγονότα. Ανεξάρτητα από το αν τα «κυνηγούν» ή όχι. Το απίθανο μπορεί να έρθει να σε βρει ακόμη και όταν κάθεσαι στην αυλή του σπιτιού σου.

Η αλήθεια είναι ότι ο Αμανάκης την κυνήγησε την περιπέτεια. Σε μια εποχή που τα μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από την Ευρώπη ένας τσακωμός με τον πατέρα του τον έκανε να εγκαταλείψει την ασφάλεια του τόπου του και να φύγει ουσιαστικά «προς άγνωστο προορισμό», χωρίς μάλιστα να επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του. Σαν τον γιο του Πρινταμόντ στη «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ. Ή όπως θα έκανε ο Δημήτρης στο «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή. Στη συνέχεια, λαμβάνει μέρος σε έναν πόλεμο που, ουσιαστικά, δεν τον αφορά. Οπως ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση. Και μετά ολοκληρώνει κύκλους ζωής όπως ο Πεερ Γκιντ του Ιψεν.

Ωστόσο η ζωή του Αμανάκη και, ειδικά, ο θάνατός του είναι σαν βγάζει τη γλώσσα του στην τέχνη κοροϊδεύοντάς την. Για παράδειγμα, το πιθανότατο είναι ένας συγγραφέας να τον έβαζε να επιστρέψει, μετά από αυτήν την περιπετειώδη ζωή, στην Κρήτη. Για «να φωτίσει τις αιτίες που τον αφήσανε μισό», να αναμετρηθεί με τον 18χρονο που άφησε πίσω. Και τέλος, ένας τόσο ξαφνικός θάνατος δεν θα ήταν και πολύ καλό φινάλε. Σαν να βαρέθηκε, σαν να τσακώθηκε ο συγγραφέας με τον ήρωά του και θέλησε να τον ξεπαστρέψει. Μία απόδειξη ότι η ζωή είναι μερικές φορές τόσο αυθαίρετη ώστε η τέχνη να μην μπορεί να την αντιγράψει.